Φρένο ευρωπαϊκών επενδύσεων στις ΗΠΑ
Πηγή Φωτογραφίας: pixabay.com
Για πολλούς είναι η μεγαλύτερη επένδυση για το κλίμα και την ενέργεια στην Ιστορία των ΗΠΑ και θα οδηγήσει σε πλήρη μετασχηματισμό της βιομηχανικής πολιτικής, από τις Βρυξέλλες μέχρι τη Βομβάη. Προκάλεσε πανικό στην Ε.Ε., που είδε τις βιομηχανίες της να την εγκαταλείπουν για να επενδύσουν στην υπερδύναμη και εξώθησε την Κομισιόν να παρουσιάσει τη δική της απάντηση στον κίνδυνο αποβιομηχάνισης της Γηραιάς Ηπείρου. Και τώρα διακυβεύεται η τύχη του από την έκβαση των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ και μαζί του ίσως διακυβεύεται και το βιομηχανικό μέλλον της Ευρώπης. Ο λόγος για το λεγόμενο «πακέτο Μπάιντεν», τον νόμο IRA σε αμερικανικούς όρους, που ανακοίνωσε η κυβέρνηση Μπάιντεν το 2022, αλλά ο προκάτοχός του και ενδεχομένως επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, το χαρακτηρίζει «πράσινη απάτη» και το συμπεριλαμβάνει ανάμεσα στις πολιτικές Μπάιντεν που θα ακυρώσει αν αναδειχθεί νικητής των προεδρικών εκλογών τον Νοέμβριο και αναλάβει εκ νέου το τιμόνι της υπερδύναμης.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, χάρη στις επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές ύψους 360 δισ. δολ. που προβλέπει για όσες επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες γίνουν εντός ΗΠΑ, το επίμαχο «πακέτο» κατόρθωσε μέσα σε λίγους μήνες να προσελκύσει στο έδαφος της υπερδύναμης εμβληματικές βιομηχανίες της Ευρώπης, όπως η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen και ο γερμανικός όμιλος χημικών BASF, ευρωπαϊκούς ενεργειακούς κολοσσούς, όπως η γαλλική TotalEnergies και η ιταλική Enel, και καινοτόμες βιομηχανίες μπαταριών της Σκανδιναβίας, όπως η σουηδική Northvolt και η νορβηγική Freyr Battery. Η στάση των ευρωπαϊκών βιομηχανιών έχει αρχίσει να αλλάζει όμως τελευταία, από τη στιγμή που άρχισε να φαίνεται πιθανό το σενάριο μιας δεύτερης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Ευρωπαϊκές βιομηχανίες που σχεδίαζαν να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο και να επενδύσουν στις ΗΠΑ ή να επεκτείνουν την παρουσία τους στην αμερικανική αγορά, τώρα «παγώνουν» τα σχέδιά τους τουλάχιστον μέχρι τις αμερικανικές εκλογές, καθώς μοιάζει πλέον αβέβαιο το δέλεαρ των επιδοτήσεων. Ανάμεσά τους η εταιρεία υδρογόνου H2Apex, που έχει έδρα στο Λουξεμβούργο και μέχρι προ ολίγων μηνών σχεδίαζε να κατασκευάσει στις ΗΠΑ μονάδα παραγωγής υδρογόνου, καθώς βάσει των επιδοτήσεων του «πακέτου Μπάιντεν» το κόστος της ανέγερσης, περίπου 15 εκατ. δολ., θα περιοριζόταν στο ένα τρίτο. Τον Φεβρουάριο όμως, κι ενώ είχαν προηγηθεί συνομιλίες με ενδεχόμενους μελλοντικούς πελάτες της, ο Πίτερ Ρόνσερ, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, αποφάσισε να «παγώσει» τα σχέδιά της υπό τον φόβο μιας επανεκλογής του Τραμπ. Ομοίως η γερμανική εταιρεία φωτοβολταϊκών SMA solar Technology AG, η μεγαλύτερη του είδους της σε παγκόσμιο επίπεδο, σχεδίαζε νέα μονάδα στις ΗΠΑ και αναζητούσε την κατάλληλη περιοχή για την ανέγερσή της. Αυτό, όμως, μέχρι προ ολίγων εβδομάδων, καθώς ανακοίνωσε πως επανεξετάζει το σχέδιό της. Στις αρχές Ιουλίου η SMA δήλωσε απερίφραστα «απρόθυμη να επενδύσει σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας εντός ΗΠΑ, δεδομένης της αβεβαιότητας του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών». Ακόμη και εταιρείες που επιμένουν να επικεντρώνονται στην αμερικανική αγορά κάνουν πίσω στα σχέδια επέκτασής τους στην υπερδύναμη, επικαλούμενες το μέλλον του «πακέτου Μπάιντεν». Ανάμεσά τους η εταιρεία υδρογόνου Thyssenkrupp Nucera, που ανακοίνωσε προσφάτως ότι αναβάλλει τις αποφάσεις της σχετικά με τα σχέδιά της στις ΗΠΑ και παραδέχθηκε πως «είναι καθοριστικής σημασίας η τύχη του νόμου IRA μετά τις εκλογές».
Τα ατού της αμερικανικής αγοράς Μπορεί να είναι ορατός ο κίνδυνος αποβιομηχάνισης της Ευρώπης, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι ο κυριότερος παράγοντας που προσελκύει τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες στις ΗΠΑ είναι όντως το πακέτο Μπάιντεν. Ολο και περισσότεροι εμπειρογνώμονες επιμένουν πως για όσες ξένες εταιρείες επενδύουν στις ΗΠΑ, οι επιδοτήσεις και οι φοροαπαλλαγές του επίμαχου πακέτου δεν είναι παρά μόνο ένας από τους παράγοντες που τις προσελκύουν. Εξίσου καθοριστικές ενδέχεται να είναι κάποιες άλλες πρωτοβουλίες της Ουάσιγκτον που αυξάνουν τις δαπάνες της για την καθαρή ενέργεια και την τεχνολογία για το κλίμα, και μεταξύ άλλων ακόμη και το νομοσχέδιο για την παραγωγή μικροεπεξεργαστών. Γενικότερα στις ΗΠΑ επικρατεί ένα κλίμα σαφώς ευνοϊκό για τις τεχνολογίες της ενεργειακής μετάβασης. Οπως επισημαίνουν εμπειρογνώμονες, πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες βρίσκονται εδώ και δεκαετίες στις ΗΠΑ.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση της εταιρείας Topsoe της Δανίας, που αναπτύσσει τεχνολογίες χαμηλού άνθρακα και παράγει ηλεκτρολύτες υδρογόνου. Δραστηριοποιείται στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1940 και σήμερα το 40% των εσόδων της προέρχεται από την πελατεία της στη Βόρεια Αμερική.
Τελευταία εξετάζει τη δυνατότητα ανέγερσης νέας μονάδας στις ΗΠΑ, και σύμφωνα με τη διευθύνουσα σύμβουλο Ελενα Σκαλτρίτι οι παράγοντες που θα καθορίσουν την απόφασή της είναι δύο: αφενός η πρόσβαση στα κίνητρα που προσφέρει η Ουάσιγκτον και αφετέρου η προσδοκώμενη ανάπτυξη στην αγορά όχι μόνο των ΗΠΑ αλλά και του Καναδά. Ομοίως οι απειλές του Τραμπ πως την πρώτη ημέρα της δεύτερης θητείας του θα θέσει στο στόχαστρό του αιολικά πάρκα και ανανεώσιμες, δεν έχουν αποθαρρύνει τη γερμανική βιομηχανία Nordex SE που παράγει τουρμπίνες. Τον περασμένο μήνα, η Nordex ανακοίνωσε πως θα επαναλειτουργήσει μονάδα της στην Αϊόβα, καθώς «η αμερικανική αγορά παραμένει σημαντική και επαρκώς μεγάλη, ανεξάρτητα από τις πολιτικές εξελίξεις».
Εξάλλου, κάθε άλλο παρά βέβαιο είναι ότι το πακέτο Μπάιντεν με τις επιδοτήσεις και τις φοροαπαλλαγές για τις πράσινες τεχνολογίες επιβεβαίωσε τους φόβους της Ευρώπης, ή τις ελπίδες κάποιων άλλων, ως προς τα κεφάλαια που μετέφερε τελικά στις ΗΠΑ. Η Goldman Sachs έχει προβλέψει πως οι δαπάνες στο πλαίσιο του πακέτου Μπάιντεν θα φτάσουν τα 11 τρισ. δολ. μέχρι το 2050.
Μέχρι πριν από μερικούς μήνες οι επενδύσεις που είχαν ανακοινωθεί έφταναν στα 278 δισ. δολ. και έκτοτε σημειώνεται σαφής επιβράδυνση ακόμη και στις ανακοινώσεις σχεδίων επένδυσης. Τα δύο τρίτα από αυτές προέρχονται από εταιρείες αμερικανικές και νοτιοκορεατικές, και ακολουθούν οι ιαπωνικές και οι κινεζικές. Σύμφωνα με το E3G, ανεξάρτητο ερευνητικό ινστιτούτο για το κλίμα, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 4% όσων επενδύσεων έχουν ανακοινωθεί.
Ο κίνδυνος αποβιομηχάνισης της Γερμανίας Ακόμη κι αν «παγώσουν» οριστικά οι επιδοτήσεις της Ουάσιγκτον στις πράσινες τεχνολογίες και δεν υπάρχει πλέον το δέλεαρ για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, ο κίνδυνος αποβιομηχάνισης της Ευρώπης δεν φαίνεται να εκλείπει. Θα είναι υπαρκτός και μεγαλύτερος για τη χειμαζόμενη Γερμανία που όχι μόνο φλερτάρει και πάλι με την ύφεση, αλλά εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τις υψηλές τιμές της ενέργειας και την ανεπάρκεια αξιόπιστων προμηθευτών ενέργειας. Το αποτέλεσμα είναι ότι ανεξάρτητα από το ποια θα είναι η έκβαση των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ και ποια η πολιτική της Ουάσιγκτον ως προς τις επιδοτήσεις, οι γερμανικές βιομηχανίες εξετάζουν πάντα τη μεταφορά της παραγωγής τους αλλού, όπου μπορούν να βρουν φθηνότερη ενέργεια.
Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Γερμανίας (DIHK), δυόμισι χρόνια μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οι γερμανικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να πλήττονται από τις παρενέργειές της και σε ποσοστό 37% εξετάζουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν αλλού την παραγωγή τους. Το ποσοστό είναι ανησυχητικό καθώς προδίδει επιδείνωση της κατάστασης, εφόσον το περασμένο έτος ήταν 31% και μόλις 16% το 2022. Σε ό,τι αφορά, όμως, τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας, το ποσοστό εκτοξεύεται στο 45% των επιχειρήσεων, που έχουν μάλιστα ήδη αναγκαστεί να μειώσουν την παραγωγή τους. Μιλώντας στο Reuters ο Ακιμ Ντερκς, αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της DIHK, τόνισε πως «έχει δεχθεί καίριο πλήγμα η εμπιστοσύνη της γερμανικής οικονομίας στην ενεργειακή πολιτική της κυβέρνησης», καθώς το Βερολίνο δεν έχει καταφέρει να προσφέρει στις επιχειρήσεις της χώρας μια προοπτική για αξιόπιστη και προσιτή ενέργεια. Και χωρίς περιστροφές ο ίδιος προσέθεσε πως «όσοι δεν το αντιλαμβάνονται αυτό, θα αντιμετωπίσουν τελικά την αποβιομηχάνιση της χώρας μας».
Μοιάζει σαν επαναφορά στο 2022, όμως είναι γεγονός ότι στη Γερμανία περισσότερο από το ένα τρίτο των βιομηχανιών έχουν μειώσει τις επενδύσεις τους σε καίριους τομείς εξαιτίας του δυσβάσταχτου κόστους της ενέργειας, ενώ τα 2/3 των βιομηχανιών βλέπουν την ανταγωνιστικότητά τους να εξανεμίζεται. Οπως, άλλωστε, επισημαίνει ο Ντερκ, τον περασμένο μήνα η κυβέρνηση συνασπισμού της οποίας ηγείται ο κ. Σολτς παρουσίασε πακέτο μέτρων που στοχεύουν στην ενίσχυση της βιομηχανίας της χώρας, αλλά ήταν ανεπαρκές καθώς ουσιαστικά άφηνε έξω το ακανθώδες θέμα της προσφοράς ενέργειας και του κόστους ενέργειας. Εξάλλου, πέρυσι ο υπουργός Οικονομικών Ρόμπερτ Χάμπεκ πρότεινε μια σειρά επιδοτήσεων στις τιμές της ενέργειας για τις βιομηχανίες της χώρας, που απέρριψε, όμως, ο υπουργός Οικονομίας Κρίστιαν Λίντνερ, και στη συνέχεια η κυβέρνηση αποσιώπησε το πρόβλημα όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο επέβαλε επώδυνες περικοπές δαπανών στον προϋπολογισμό του 2024.
«Πονοκέφαλος» Επισημαίνοντας το πόσο επηρεάζουν τις αποφάσεις των επιχειρήσεων η γεωπολιτική και η πολιτική, ο Μάρκους Μπέρετ, γενικός διευθυντής διεθνών δραστηριοτήτων της Roland Berger, τόνισε προ ημερών ότι «η αυξανόμενη περιπλοκότητα του κόσμου στον οποίο πρέπει να κινηθούν οι επιχειρήσεις έχει αυξήσει τους πονοκεφάλους στους κόλπους των διοικητικών συμβουλίων».
11 τρισ. δολ. εκτιμά η Goldman Sachs ότι θα φτάσουν οι επενδύσεις του πακέτου Μπάιντεν το 2050.
Επιπτώσεις Αναφερόμενοι στις επιπτώσεις που ενδέχεται να έχουν για την Ευρωζώνη οι πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ, οικονομολόγοι του τραπεζικού κολοσσού της Goldman Sachs προέβλεψαν προσφάτως πως «οι αρνητικές επιπτώσεις της αβεβαιότητας είναι μεγαλύτερες στη Γερμανία από οποιοδήποτε άλλο κράτος της Ευρωζώνης εξαιτίας της μεγάλης εξάρτησής της από τη βιομηχανική δραστηριότητα».
278 δισ. δολ. είχαν φτάσει οι επενδύσεις καθαρής τεχνολογίας στις ΗΠΑ μέχρι το φθινόπωρο του 2023.
Αμφιβολίες Εκφράζοντας αμφιβολίες για το κατά πόσον το πακέτο Μπάιντεν και γενικώς η βιομηχανική πολιτική της Ουάσιγκτον είναι αυτή που έχει προσελκύσει τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στις ΗΠΑ, ο Βέρους φον Πλότο, διευθύνων σύμβουλος της συμβουλευτικής VVP Consult, είπε πως «υπάρχουν 5.500 γερμανικές επιχειρήσεις στις ΗΠΑ και ήταν πριν από το πακέτο Μπάιντεν και θα είναι και μετά το πακέτο Μπάιντεν».
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας