Οι Ταλιμπάν δοκιμάζονται στην εξουσία
Πηγή Φωτογραφίας: Reuters
Στα τέλη Μαρτίου, η Καμπούλ ανακοίνωσε την επαναφορά της δημόσιας εκτέλεσης διά λιθοβολισμού για τις γυναίκες που διαπράττουν μοιχεία. Πρόκειται για μια κίνηση συσπείρωσης της μαχητικής βάσης του καθεστώτος, που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στις κυρώσεις της Ουάσιγκτον. Αλλά, καθώς πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, τα ζητήματα εσωτερικής πολιτικής απασχολούν τον Λευκό Οίκο περισσότερο από την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών του Αφγανιστάν.
Τον Αύγουστο του 2021, οι Ταλιμπάν αποκατέστησαν το ισλαμικό εμιράτο τους στο Αφγανιστάν, αφού πέτυχαν την απόσυρση των δυτικών δυνάμεων και έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τις κύριες πόλεις της χώρας. Μολονότι κέρδισαν τον πόλεμο χάρη στη λειτουργία μιας παράλληλης διοίκησης, με κύριο χαρακτηριστικό μια δικαστική εξουσία λιγότερο διεφθαρμένη από την αντίστοιχη του καθεστώτος που στήριζαν οι δυτικές δυνάμεις (1), οι υποτυπώδεις θεσμοί που δημιούργησαν οι Ταλιμπάν δεν ανταποκρίνονται πια στις ανάγκες ενός πληθυσμού 30 εκατομμυρίων κατοίκων, ο οποίος επιπλέον βρίσκεται σε φάση υψηλής δημογραφικής ανάπτυξης, αλλά και τεράστιας φτώχειας, μετά από δεκαετίες ένοπλων συγκρούσεων.
Πριν από την αναρρίχησή τους στην εξουσία, οι Ταλιμπάν είχαν την ευκαιρία να επικεντρωθούν σε ζητήματα απονομής δικαιοσύνης. Στο συγκεκριμένο πεδίο, οι κάπως καλύτερες επιδόσεις των Ταλιμπάν σε σύγκριση με την κυβέρνηση του Χαμίντ Καρζάι και, στη συνέχεια, του Ασράφ Γκάνι, των οποίων η αδιαφορία ήταν έκδηλη, τους εξασφάλισε τη λαϊκή αποδοχή (2). Αλλά η στρατηγική της εξέγερσης, που άφηνε στην άκρη τα πολυάριθμα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα στα οποία οι Ταλιμπάν δεν είχαν απάντηση, δεν επαρκεί πλέον. Πλέον, οι Αφγανοί δεν απευθύνονται στους ιθύνοντες του κινήματος μόνο για να επιλύσουν κτηματικές διαφορές ή για να καταγγείλουν κλοπές και φόνους. Τους ζητούν να καλύψουν και τις βασικές ανάγκες τους: να θρέψουν τις οικογένειές τους, να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο, να έχουν ιατρική περίθαλψη ή να βρουν δουλειά. Πρόκειται για ζητήματα που οι Αφγανοί ηγέτες είχαν μέχρι τώρα παραμελήσει. Χρειάζονται λοιπόν ένα ανακάτεμα της τράπουλας. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, αφού πλέον δεν ελέγχουν μόνο τις αγροτικές περιοχές, όπου η συντηρητική και πατριαρχική ιδεολογία τους έβρισκε απήχηση, αλλά και τις αστικές ζώνες, καθώς και τη σιιτική επαρχία Χαζαραζάτ, οι οποίες αντιτίθενται έντονα στην επιστροφή τους στην εξουσία.
Βέβαια, οι Ταλιμπάν εγκαθιδρύουν το νέο καθεστώς τους σε μια χώρα καθημαγμένη μετά από 43 χρόνια πολέμου και δύο δεκαετίες ευνοιοκρατικών και διεφθαρμένων κυβερνήσεων. Η μεγαλύτερη σε κλίμακα διεθνής επέμβαση στην ιστορία δεν άφησε πίσω της παρά ελάχιστες υποδομές, με τα τρία τέταρτα της οικονομικής βοήθειας να περνούν από το Αφγανιστάν μόνο για να καταλήξουν και πάλι στις δυτικές χώρες μέσω μηχανισμών διαδοχικών υπεργολαβιών και χρέωσης λειτουργικών εξόδων. Όσο για το μικρό μέρος που όντως δαπανήθηκε στο εσωτερικό της χώρας, μεγάλο τμήμα του υφαρπάχθηκε από τους αξιωματούχους του καθεστώτος. Την προηγουμένη της κατάληψης της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν (15 Αυγούστου 2021), ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης Γκάνι, ύψους 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, εξαρτάτο ακόμη σε μεγάλο βαθμό από τη διεθνή βοήθεια, ενώ αρκετές βασικές υπηρεσίες καλύπτονταν από προγράμματα συνεργασιών ή από Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) με χρηματοδότηση από τις χώρες της Δύσης.
Σύμβολα κρατικής κυριαρχίας
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, οι Ταλιμπάν προσπαθούν να θέσουν σε λειτουργία μια αποψιλωμένη διοικητική μηχανή, βασισμένοι στα τελωνειακά έσοδα, που τις προηγούμενες δεκαετίες σε μεγάλο βαθμό υπεξαιρούνταν. Επίσης, επιτηρούν στενά την καταβολή ορισμένων φόρων στο μικρεμπόριο (που κάποτε κανείς δεν πλήρωνε). Τέλος, έχουν αυξήσει τους φόρους στην κίνηση των φορτηγών, στις τηλεφωνικές επικοινωνίες, καθώς και στις εξαγωγές λιθάνθρακα προς το Πακιστάν. Σε μια συγκυρία διακοπής της εξωτερικής βοήθειας, το νέο καθεστώς κατάφερε τελικά να καταρτίσει προϋπολογισμό ύψους 2,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων για το 2022, δηλαδή 2,5 φορές μικρότερο σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Έτσι, αν και οι Ταλιμπάν διατήρησαν στις θέσεις τους μεγάλο μέρος των δημοσίων υπαλλήλων τον Σεπτέμβριο του 2021, στη συνέχεια υποχρεώθηκαν να απολύσουν πολλούς ελλείψει χρημάτων για τη μισθοδοσία τους.
Επομένως, το κράτος έχει περιοριστεί στις βασικές λειτουργίες του, την ίδια στιγμή που ένας ιστορικών διαστάσεων λιμός πλήττει τη χώρα. Ήταν μια προβλέψιμη εξέλιξη, μετά τις αλλεπάλληλες περιόδους ξηρασίας τα τελευταία χρόνια. Το 95% των Αφγανών βρίσκεται πλέον κάτω από το όριο της φτώχειας και το 50% του πληθυσμού υποσιτίζεται. Επιπρόσθετα, παρατηρείται ραγδαία επιδείνωση στην εκπαίδευση και την υγεία, τους μόνους δύο τομείς όπου η δυτική επέμβαση είχε αποφέρει σημαντικά οφέλη. Οι Ταλιμπάν δεν επεξεργάστηκαν ποτέ πραγματικές πολιτικές για τα συγκεκριμένα ζητήματα, παρ’ όλο που ο ενθουσιασμός των Αφγανών για τα σχολεία και τα νοσηλευτικά ιδρύματα ήταν εμφανής. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η λαϊκή πίεση ήταν τέτοια ώστε τελικά οι Ταλιμπάν σταμάτησαν τις επιθέσεις τους σε τέτοιες υποδομές στα τέλη της δεκαετίας του 2000 και επέτρεψαν στους διαχειριστές των δυτικών κονδυλίων να χρηματοδοτούν σχολεία και κλινικές στα εδάφη που έλεγχαν, βάζοντας απλώς τη σημαία τους στην είσοδο των κτιρίων και επιβάλλοντας διευθυντικά στελέχη δικής τους επιλογής. Έχοντας αναλάβει την εξουσία, να που το κίνημα των Ταλιμπάν είναι υποχρεωμένο να καλύψει το κενό που άφησε η αποχώρηση των δυτικών οργανώσεων, παρά το γεγονός ότι ούτε η εκπαίδευση ούτε η υγεία βρίσκονται στις άμεσες προτεραιότητές του.
Υποχρεωμένο να κάνει δραστικές επιλογές, το καθεστώς προκρίνει την αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης. Την επομένη της νίκης των Ταλιμπάν, πολλοί δικαστές, καθώς και τα πιο αξιόπιστα στελέχη του κινήματος, αποσπάστηκαν από τα δικαστήρια και διορίστηκαν βοηθοί των νέων υπουργών και κυβερνητών για να τους συνδράμουν στα καθήκοντά τους. Η συνάρθρωση μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων του προηγούμενου καθεστώτος και των στελεχών του κινήματος των Ταλιμπάν δεν είναι εύκολη. Έτσι, ο νέος γενικός εισαγγελέας του Μπαλχ (στο βόρειο Αφγανιστάν) διαμαρτυρόταν ότι έπρεπε να συνεργάζεται, αφενός, με τους νομικούς που είχαν προσληφθεί παλαιότερα και γνωρίζουν τις απαραίτητες διαδικασίες για την καλή λειτουργία της υπηρεσίας του, αλλά είναι επιρρεπείς στη διαφθορά και λιγότερο αφοσιωμένοι στο νέο καθεστώς και, αφετέρου, με δικαστές Ταλιμπάν, οι οποίοι είναι στελέχη αδιαμφισβήτητης αφοσίωσης και ακεραιότητας, αλλά δεν διαθέτουν τις απαραίτητες δεξιότητες για μια γραφειοκρατία που δεν έχει πλέον καμία σχέση με τα υποτυπώδη δικαστήρια της πολεμικής περιόδου. Απέναντι στην επίμονη έλλειψη στελεχών, οι διάφοροι τομείς της δημόσιας διοίκησης ανταγωνίζονται για να προσελκύσουν τους ελάχιστους ουλεμάδες (γνώστες του ισλαμικού νόμου) με κυβερνητική εμπειρία.
Η άλλη προτεραιότητα του νέου καθεστώτος υπήρξε η διεθνής αναγνώρισή του. Πράγματι, οι Ταλιμπάν διακατέχονται από έναν φετιχισμό του κράτους: όπως και κατά τη δεκαετία του 1990, φιλοδοξούν να αποκτήσουν όλα τα σύγχρονα σύμβολα κρατικής κυριαρχίας, μεταξύ τους τη συμμετοχή στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και ένα δίκτυο πρεσβειών ανά τον κόσμο. Με την προοπτική αυτή, το ισλαμιστικό κίνημα προσπάθησε αρχικά να εμφανιστεί ως «υπεύθυνο», με σεβασμό απέναντι στα διεθνή σύνορα και στα ανθρώπινα δικαιώματα, και ικανό να συνεργαστεί με τους εταίρους του στα ζητήματα της τρομοκρατίας και της μετανάστευσης. Το πρώτο διάστημα, η καταστολή σε βάρος του πληθυσμού ήταν περιορισμένη, σε σύγκριση με τις εκκαθαρίσεις που ακολουθούν συχνά τη νίκη ενός στρατοπέδου στους εμφυλίους πολέμους. Άλλο σημάδι αυτής της αρχικής προσπάθειας του καθεστώτος ήταν η στενή συνεργασία του με την Αποστολή Βοήθειας των Ηνωμένων Εθνών, η οποία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια αναχαίτισης του λιμού.
Ωστόσο, αυτή η στρατηγική διεθνούς δέσμευσης κατέληξε σε αποτυχία. Με νωπό το τραύμα από την ήττα τους, οι ΗΠΑ προσπαθούν να απομονώσουν το Αφγανιστάν, δεσμεύοντας τα χρήματα που η αφγανική κεντρική τράπεζα διατηρεί στην αμερικανική κεντρική τράπεζα και επιβάλλοντας καθεστώς κυρώσεων, το οποίο εμποδίζει τη δραστηριοποίηση στο Αφγανιστάν όχι μόνο των κρατικών υπηρεσιών ανάπτυξης, αλλά και των ΜΚΟ, καθώς και οι ίδιες εξαρτώνται από τη δυτική χρηματοδότηση.
Η στάση της Ουάσιγκτον οφείλεται κυρίως σε εσωτερικούς παράγοντες. Η προεδρία Μπάιντεν δεν αγνοεί ότι τέτοια μέτρα δεν θα επιφέρουν την πτώση του ισλαμικού εμιράτου και ότι πλήττουν πρώτα από όλα τον αφγανικό λαό –πρόκειται άλλωστε για μια επαναλαμβανόμενη δυναμική, όπως είχε φανεί και με την αποτυχία των κυρώσεων απέναντι στο καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ. Με τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 2024 να πλησιάζουν και με τη βαρύτητα που έχουν αποκτήσει στην προεκλογική εκστρατεία τα διεθνή ζητήματα, ο Μπάιντεν επιδιώκει πρωτίστως να αποφύγει οποιοδήποτε μέτρο θα τον εξέθετε σε κατηγορίες για έλλειψη πυγμής από την πλευρά του αντιπάλου του Ντόναλντ Τραμπ.
Χωρίς προοπτική αναγνώρισης του καθεστώτος τους, τα ηγετικά στελέχη των Ταλιμπάν επικεντρώθηκαν ξανά στη βάση των υποστηρικτών τους, δηλαδή τους νεαρούς, ελάχιστα διαλλακτικούς μαχητές που ζητούν την εφαρμογή του αυστηρού ισλαμιστικού προγράμματος για το οποίο πολέμησαν. Από το 2022, το κίνημα έχει οξύνει την καταστολή, λογοκρίνοντας τα μέσα ενημέρωσης, συλλαμβάνοντας ή και σκοτώνοντας δημοσιογράφους και αντιφρονούντες. Στο στόχαστρο βρίσκονται ειδικά οι μαχητικές φεμινίστριες. Οι διαδηλώσεις τους καταστέλλονται άγρια και πολλές έχουν εξαφανιστεί. Το καθεστώς πολλαπλασιάζει τα περιοριστικά μέτρα σε βάρος των γυναικών, ιδιαίτερα όσον αφορά την πρόσβαση στην εκπαίδευση και την εργασία. Στις γυναίκες απαγορεύεται πλέον να κυκλοφορούν χωρίς άνδρα κηδεμόνα και να έχουν πρόσβαση σε ορισμένους δημόσιους χώρους, όπως τα πάρκα. Στο ιατρικό πεδίο, τις γυναίκες μπορούν να περιθάλψουν μόνο οι ελάχιστες γυναίκες ιατροί και νοσοκόμες που έχουν παραμείνει στη χώρα και έχουν λάβει άδεια να συνεχίσουν να εργάζονται. Ένα ακόμη σημάδι σκλήρυνσης της στάσης του είναι ότι το αφγανικό εμιράτο υποσχέθηκε την επαναφορά των πιο βάναυσων ποινών του ισλαμικού νόμου, αποφεύγοντας όμως προς το παρόν την αύξηση του αριθμού τους και την προβολή τους από τα μέσα ενημέρωσης, όπως γινόταν κατά τη δεκαετία του 1990.
Παρά τον απολογισμό αυτόν, το καθεστώς των Ταλιμπάν βραχυπρόθεσμα δεν απειλείται. Την ώρα που η Δύση αποστρέφει το βλέμμα της, οι γειτονικές χώρες –Κίνα, Ρωσία, χώρες του Κόλπου– έχουν αποκαταστήσει διπλωματικές σχέσεις με την Καμπούλ, αναγνωρίζοντας ντε φάκτο το ισλαμικό εμιράτο. Σε αντίθεση με τις δυτικές χώρες, αυτά τα κράτη θεωρούν ότι, μετά από τέσσερις δεκαετίες ένοπλων συγκρούσεων, η περιφερειακή σταθερότητα απαιτεί τη συνεννόηση με το υφιστάμενο καθεστώς. Ακόμη και η Ινδία, που πρόσφερε καθοριστικής σημασίας υποστήριξη στην αντιπολίτευση στους Ταλιμπάν, έκλεισε, τον Νοέμβριο του 2023, την πρεσβεία του έκπτωτου καθεστώτος Γκάνι στο Νέο Δελχί, την οποία η ίδια χρηματοδοτούσε, πιθανότατα προετοιμάζοντας το έδαφος για την επαναλειτουργία της πρεσβείας της στο Αφγανιστάν.
Οι αλλεπάλληλες προσκλήσεις της Κίνας και της Ρωσίας προς το Αφγανιστάν εγγράφονται επίσης στο πλαίσιο μιας εντεινόμενης αμφισβήτησης της παγκόσμιας τάξης, με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις εντάσεις στο στενό της Ταϊβάν. Τον Ιανουάριο του 2024, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ αποδέχθηκε τα διαπιστευτήρια ενός εκπροσώπου των Ταλιμπάν κατά τη διάρκεια επίσημης τελετής, αναγνωρίζοντάς τον έτσι ως πρέσβη. Η κίνηση αυτή προσφέρει στο ισλαμικό εμιράτο την πρώτη επίσημη αναγνώρισή του από ένα από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Η Ρωσία, μολονότι δεν έχει ακόμη προχωρήσει σε κίνηση ανάλογου συμβολισμού, συνεργάζεται σε τακτική βάση με το καθεστώς των Ταλιμπάν για την καταπολέμηση του εμπορίου ναρκωτικών και των τρομοκρατικών ομάδων της κεντρικής Ασίας.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας