Οι Big Food, οι μεγαλύτερες εταιρείες τροφίμων παγκοσμίως, φαίνεται πως έχουν ιδιαίτερη αδυναμία στα γλυκά. Στις 14 Αυγούστου η Mars, η εταιρεία συσκευασμένων τροφίμων γνωστή για τα σοκολατένια προϊόντα του, ανακοίνωσε ότι θα εξαγοράσει την Kellanova, που παρασκευάζει τις γνωστές μάρκες Pringles και Pop-Tarts, έναντι 36 δισ. δολαρίων.
Και όπως σημειώνει ο Economist, δεν είναι η μόνη εταιρεία που ποντάρει στα θερμιδικά σνακ. Τον περασμένο Νοέμβριο η Smucker’s, προμηθευτής μαρμελάδων και φυστικοβούτυρων, ολοκλήρωσε την εξαγορά της Hostess Brands, που παρασκευζει των Ho Hos και Twinkies, ύψους 6 δισ. δολαρίων.
Οι δέκα πολυτιμότερες εταιρείες συσκευασμένων τροφίμων και αναψυκτικών στη Δύση έχουν συνδυασμένη κεφαλαιοποίηση αγοράς περίπου 1 τρισ. δολάρια.
Ο μέσος όρος του λειτουργικού περιθωρίου κέρδους πέρυσι ήταν 17%, ενώ τα καταστήματα συνήθως κερδίζουν μόλις 2-4%. Οι καταναλωτές συνέχισαν να τρώνε τις φτηνές θερμίδες που σερβίρουν αυτές οι εταιρείες παρά την πρόσφατη έξαρση του πληθωρισμού.
Πέρυσι οι πωλήσεις του ομίλου αυξήθηκαν κατά 5% κατά μέσο όρο. Η αυξανόμενη ζήτηση στον αναπτυσσόμενο κόσμο ενισχύει την ανάπτυξη, σημειώνει ο Economist. Περίπου το ήμισυ των εσόδων της Coca-Cola προέρχεται ήδη από αγορές εκτός της Δύσης. Η τράπεζα HSBC εκτιμά ότι η παγκόσμια ζήτηση τροφίμων θα αυξηθεί κατά περισσότερο από 40% από τώρα έως το 2040.
Τα χάπια αδυνατίσματος απειλή για τις Big Food
Οι καταναλωτές που δυσκολεύονται να αλλάξουν τη διατροφή τους μπορεί επιτέλους να τα καταφέρουν χάρη στα νέα φάρμακα που έχουν γίνει blockbuster για την απώλεια βάρους, όπως το Wegovy (από τη Novo Nordisk, μια δανέζικη φαρμακευτική εταιρεία) και το Zepbound (από την Eli Lilly, μια αμερικανική ανταγωνίστρια εταιρεία). Προς το παρόν, η υψηλή τιμή και η ταλαιπωρία των εβδομαδιαίων ενέσεων σημαίνουν ότι μόνο ένα μικρό μέρος του πληθυσμού στις πλούσιες χώρες λαμβάνει αυτά τα φάρμακα. Ωστόσο, η πρόσληψη αναμένεται να αυξηθεί καθώς ο ανταγωνισμός μειώνει τις τιμές και διάφορες μορφές χαπιών κυκλοφορούν στην αγορά.
Οι ασθενείς που λαμβάνουν τα φάρμακα αυτά έχουν αναφέρει ότι επιθυμούν λιγότερο θερμιδικά τρόφιμα. Η ανάλυση της εταιρείας ερευνών Grocery Doppio διαπιστώνει ότι οι χρήστες μειώνουν τις δαπάνες τους για ψώνια κατά 11% κατά μέσο όρο, ενώ οι δαπάνες για σνακ και γλυκίσματα μειώνονται περισσότερο από το μισό. Η Morgan Stanley, εκτιμά ότι το 7-9% των Αμερικανών θα μπορούσε να παίρνει φάρμακα για την απώλεια βάρους μέχρι το 2035, με αποτέλεσμα τη μείωση της συνολικής ζήτησης που κυμαίνεται από 3% για τα δημητριακά έως 5% για το παγωτό.
Πώς απαντούν οι εταιρείες τροφίμων
Σύμφωνα με έρευνα της Mintel, ο αριθμός των υγιεινών νέων σνακ που λανσάρονται ετησίως αυξήθηκε κατά 2% μεταξύ 2015 και 2020, σε σύγκριση με μείωση 1% για τα παραδοσιακά σνακ. Ορισμένες εταιρείες, όπως η Mondelez, προσφέρουν πλέον και μικρότερες μερίδες.
Ο Economist προσθέτει πως πολλές εκ των Big Food βλέπουν τα φάρμακα για την απώλεια βάρους ως μια ευκαιρία. Τον Μάιο η Nestlé, η μεγαλύτερη τέτοια εταιρεία στον κόσμο, δήλωσε ότι θα λανσάρει μια νέα μάρκα κατεψυγμένων τροφίμων, την Vital Pursuit, που απευθύνεται στους χρήστες των φαρμάκων αδυνατίσματος, οι οποίοι πρέπει να εξασφαλίσουν ότι λαμβάνουν επαρκείς ποσότητες πρωτεϊνών και άλλων θρεπτικών συστατικών παρά την κατανάλωση μικρότερων ποσοτήτων.
Η Nestlé προετοιμάζεται ήδη για ένα «μέλλον με λιγότερες θερμίδες και περισσότερα θρεπτικά συστατικά». Πέρυσι, έθεσε ως στόχο την αύξηση των πωλήσεων «πιο θρεπτικών» προϊόντων κατά 50% μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Άλλες επιχειρήσεις συσκευασμένων τροφίμων, όπως η Conagra και η General Mills, διαθέτουν επίσης πλέον προϊόντα που απευθύνονται στους χρήστες των εμβολίων αδυνατίσματος.
Αν και οι νεοεισερχόμενες εταιρείες στον χώρο μπορούν κλέψουν μερίδια αγοράς, οι καθιερωμένες επιχειρήσεις θα είναι σε ισχυρή θέση για να εξυπηρετήσουν τους καταναλωτές που αναζητούν θρεπτικές επιλογές με χαμηλές θερμίδες. Χρειάζονται μόλις έξι έως εννέα μήνες για να αναπτυχθεί και να κυκλοφορήσει ένα νέο προϊόν, δήλωσε ο Μαρκ Σνάιντερ, CEO της Nestlé. Η πιο στενή συνεργασία με τα σούπερ μάρκετ και άλλους λιανοπωλητές καθιστούν εύκολη τη διάθεση των προϊόντων στα ράφια μόλις είναι έτοιμα, καταλήγει ο Economist.