Ο Kendrick Lamar θέλει να δει το πάρτι να πεθαίνει
Πηγή Φωτογραφίας: ideal image//Ο Kendrick Lamar θέλει να δει το πάρτι να πεθαίνει
ΠΡΙΝ ΔΥΟ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ, ο πιο «ποιητικός» παίχτης της αμερικανικής ραπ κυκλοφόρησε το τελευταίο του κομμάτι. Το «Watch the party die» –η πρώτη κυκλοφορία του Kendrick Lamar μετά το beef του με τον (πιο δημοφιλή και πιο ρηχό) Drake– ανέβηκε κατά τη διάρκεια των φετινών Video Music Awards, θυμίζοντας έναν επισκέπτη που σκάει «ακάλεστος στο πάρτι».
Στο κομμάτι, ο Kendrick ασκεί κριτική στη μουσική βιομηχανία και στον κόσμο του θεάματος, στηλιτεύοντας το «τσίρκο» της δημοσιότητας, τον άκρατο υλισμό, την εμμονή με το χρήμα, το glorification των ουσιών και της ματσίλας – τα πράγματα, δηλαδή, που εκπροσωπεί η τραπ στην εγχώρια σκηνή. Μπροστά σ’ αυτόν τον νοσηρό κόσμο μουσικής παραγωγής ο Kendrick καταλήγει πως ήρθε ο καιρός να δει το «πάρτι» να πεθαίνει.
Μερικές μέρες πριν ακούσω το «Watch the party die» είδα το MJ, μια μικρού μήκους του Γιώργου Φουρτούνη, που απέσπασε το βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Δράμας και που θα παιχτεί το επόμενο Σάββατο στις Νύχτες Πρεμιέρας. Η ταινία ακολουθεί τον τράπερ MJ, ο οποίος ενσαρκώνει τα στοιχεία του «πάρτι» που στηλιτεύει ο Kendrick: μέσα από τα ακριβά αξεσουάρ, την προβολή και τη φασαρία ο MJ εντυπωσιάζει ένα νεανικό κοινό, ενώ παραμένει δυστυχισμένος και κενός.
Στο κομμάτι, ο Kendrick ασκεί κριτική στη μουσική βιομηχανία και στον κόσμο του θεάματος, στηλιτεύοντας το «τσίρκο» της δημοσιότητας, τον άκρατο υλισμό, την εμμονή με το χρήμα, το glorification των ουσιών και της ματσίλας – τα πράγματα, δηλαδή, που εκπροσωπεί η τραπ στην εγχώρια σκηνή.
Θεωρώ πως, με τον τρόπο τους, τόσο το τραγούδι του Kendrick όσο και η ταινία του Φουρτούνη αγνοούν ορισμένες βασικές πτυχές του «πάρτι» της τραπ αισθητικής/ζωής που εξετάζουν. Το MJ, προπαντός, παρουσιάζει την τραπ ως ένα προσωπείο που χρησιμοποιούν ανασφαλείς άντρες για να κρύψουν την ανεπάρκειά τους. Το σενάριο βάζει τον MJ να παλινδρομεί στα όρια της κατάρρευσης, ενώ –επιστρατεύοντας έναν φτηνό φροϊδισμό– αφήνει να εννοηθεί πως η persona του προκύπτει από κουκουλωμένα mommy issues.
Αυτή η ανάγνωση της τραπ είναι, προφανώς, σαγηνευτική: μέσα απ’ την αποδόμηση οι τράπερ ξεδοντιάζονται και παύουν να αποτελούν κίνδυνο∙ μπορεί να κυριαρχούν στη ραπ σκηνή, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται απλώς για φοβισμένα παιδάκια. Βρίσκω αυτή την ανάλυση υπερβολικά μερική: δεν είναι όλοι οι τράπερ καημένοι τύποι που κρύβονται πίσω από τα λεφτά. Πολλοί απ’ αυτούς ξέρουν τι κάνουν, ξέρουν γιατί το κάνουν, δεν το παίρνουν και πολύ στα σοβαρά, κι έτσι περνούν πολύ καλά.
Αντίστοιχα, το νέο κομμάτι του Kendrick φαίνεται να αγνοεί μια βασική διάσταση του «πάρτι» που στηλιτεύει. Αυτή η διάσταση είναι η επιθυμητική∙ είναι το γεγονός ότι η τραπ κινητοποιεί φοβερές ροές επιθυμίας με έναν πραγματικό κι ολοζώντανο τρόπο. Είναι εύκολο να κουνήσουμε το δάχτυλο απέναντι σ’ αυτή την κουλτούρα νεοφιλελεύθερης φασαρίας. Είναι πιο δύσκολο –και πιο ουσιαστικό– να εξετάσουμε τις ποιότητες της επιθυμίας που φέρει, την «καύλα» και την ενέργεια που την κάνουν δημοφιλή.
Μεταξύ άλλων, αυτό που ρέει μες στην τραπ είναι η πείνα για μια εντονότερη, «καλύτερη» και πιο φανταχτερή ζωή, ένας αφελής ενθουσιασμός και μια άγρια χαρά. Η μορφή έκφρασης που παίρνει αυτή η ροή –κυριαρχία, επιβολή, υλισμός, κραιπάλη– καθορίζεται απ’ τις καπιταλιστικές δομές που πλαισιώνουν την παραγωγή και την κατανάλωση της μουσικής. Ο πυρήνας της, όμως, παραμένει η επιθυμία για ζωή, η έκσταση του πάρτι, μια βακχική αυταρέσκεια που περνάει στο κοινό.
Οποιαδήποτε ηθική κριτική αυτού του φαινομένου είναι καταδικασμένη ν’ αποτύχει. Κάθε λόγος περί «σωστού» και «λάθους» ωχριά μπροστά στον δυναμισμό των επιθυμητικών ροών. Ως έναν βαθμό, αυτό είναι και το σημείο όπου σφάλει ο Kendrick, καθώς τα ψήγματα (χριστιανικής) ηθικολογίας στους στίχους του ισοπεδώνονται απ’ την «καύλα» του πάρτι. Ούτε, όμως, μπορούμε να πλήξουμε αυτό το φαινόμενο μέσα απ’ την παρωδία. Το MJ δεν καταφέρνει να σταθεί ως μια ουσιαστική κριτική της τραπ, γιατί η τραπ έχει ήδη ενσωματώσει την ίδια της τη σάτιρα, δεν βασίζεται στον καθωσπρεπισμό αλλά στον πολλαπλασιασμό της εικόνας της εις το διηνεκές.
Συνεπώς, για να αντιμετωπίσουμε αυτή την κυρίαρχη τάση (στη μουσική παραγωγή κι αλλού) πρέπει να τη νικήσουμε στο επίπεδο της επιθυμίας με μορφές που κινητοποιούν εντονότερες λιβιδινικές επενδύσεις. Γράφουν οι Ντελέζ και Γκαταρί: «Οι σημαίες, τα έθνη, οι τράπεζες και οι στρατοί καυλώνουν πολύ κόσμο. Μια επαναστατική μηχανή δεν θα καταφέρει τίποτα αν δεν αποκτήσει τουλάχιστον όση ισχύ έχουν αυτές οι καταπιεστικές μηχανές [στο] να κινητοποιούν ροές [επιθυμίας]».¹
Υπάρχουν δύο βασικές οδοί προς αυτή την κατεύθυνση, δύο μορφές αντισυστημικής καλλιτεχνικής παραγωγής που κινητοποιούν την επιθυμία αποτελεσματικά. Η πρώτη βασίζεται στην πρόταση ενός «άλλου», καλύτερου «πάρτι»: μορφές ζωτικότητας που δεν χωράνε στον κορσέ της ατομικής επιτυχίας, μορφές διασκέδασης που ξενερώνουν με τα φανταχτερά κλαμπ, μορφές ερωτισμού που ξεφεύγουν απ’ τα όρια του ετεροκανονικού σεξισμού.
Αυτή η κατεύθυνση συναντάται σε διάφορες πτυχές της σύγχρονης ραπ παραγωγής και κυρίως στους καλλιτέχνες και στις καλλιτέχνιδες –το fem-rap παίζει σημαντικό ρόλο εδώ– που κινούνται μακριά από τη σοβαρότητα και τη μελαγχολία της παραδοσιακής αντισυστημικής τέχνης, ανακαλύπτοντας απ’ την αρχή τη δύναμη της ελαφρότητας, του γέλιου και της χαράς.
Η δεύτερη οδός είναι πιο σκοτεινή, μα εξίσου συνεπής προς την επιθυμία. Πατάει πάνω στην ισχύ των αρνητικών συγκινήσεων, του θυμού και του μίσους. Έχει ως όπλο την οργή όσων «δεν καλέστηκαν στο πάρτι», όσων βλέπουν καθημερινά τους τράπερ και τους influencers να τους προτείνουν lifestyle τα οποία, όχι μόνο δεν είναι προσβάσιμα σε αυτούς, αλλά βασίζονται στον ίδιο τους τον μόχθο.
Αυτή η οδός δεν προτείνει ένα «άλλο πάρτι» αλλά συνδέει την επιθυμία με μια κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση των πάρτι. Εδώ συναντάμε ξανά το τελευταίο κομμάτι του Kendrick και –ξεπερνώντας την ηθικολογία που φέρει– δίνουμε έμφαση σε μια άλλη, πιο κρίσιμη πτυχή του: την κόπωση που εκπροσωπεί, το αδιέξοδο και την πικρία, την επιθυμία να τελειώνουμε μια και καλή μ’ αυτή την ιστορία. «This shit done got too wicked to apologize […] Burn the whole village, we start over, it’s really that time».
Αυτές οι δύο οδοί δεν είναι καθόλου ασύμβατες.
Πηγή: lifo.gr–Χάρης Καλαϊτζίδης
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας