Ελληνοτουρκικά: Σε αναζήτηση των ήρεμων νερών
Πηγή Φωτογραφίας: [365629] ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΡΕΤΖΕΠ ΤΑΓΙΠ ΕΡΝΤΟΓΑΝ (ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ/EUROKINISSI)
Από πότε θεωρείται αρνητικό να συνομιλούμε με τους γείτονές μας; Από πότε είναι ανεπιθύμητη η ηρεμία στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας; Γιατί ο διάλογος συνδέεται με ενδοτισμό, παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων και ενέργειες που βλάπτουν τα συμφέροντα της χώρας; Αντίθετα, γιατί οι δαπανηρές αναχαιτίσεις, οι εικονικές αερομαχίες, οι περιοδικές εξόδοι πολεμικών πλοίων στο Αιγαίο και οι απειλές μεταξύ των δύο χωρών θεωρούνται γόνιμες και πατριωτικές; «Θα έρθουμε ένα βράδυ, γκιαούρηδες» από τη μία πλευρά, «ελάτε, μπουνταλάδες, να δείτε τι θα πάθετε» από την άλλη. Και γιατί να μην οδηγηθούμε τελικά σε ένα αιματηρό θερμό επεισόδιο;
Εκτός αν οι δηλώσεις του Αντώνη Σαμαρά, σύμφωνα με τις οποίες «επεξεργάζονται άδικες και καταστροφικές λύσεις ει εις βάρος της Κύπρου και της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο», είναι απλώς πολιτικές επιθέσεις από την αντιπολίτευση. Ως πρώην πρωθυπουργός και «ειδικός» σε εθνικά ζητήματα, φαίνεται να αναλαμβάνει τον ρόλο του ηγέτη του δεξιού χώρου ενάντια στην κυβέρνηση, με κύριο θέμα την ελληνοτουρκική διαμάχη.
Στο πλαίσιο του πολιτικού μας συστήματος, ο διάλογος μεταξύ αντιτιθέμενων πλευρών συχνά θεωρείται προδοσία και συναλλαγή, παρά ένδειξη πολιτικού πολιτισμού. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν οι συζητήσεις διεξάγονται μεταξύ εκπροσώπων αντίπαλων χωρών, καθώς η ήπια προσέγγιση δεν συμβαδίζει με τις εύκολες εθνικιστικές ρητορείες και τις καταγγελίες. Αντιθέτως, απαιτεί διπλωματική ικανότητα, ευελιξία, σε βάθος γνώση του θέματος, πειστικά επιχειρήματα και υπομονή. Από την άλλη πλευρά, οι πατριδοκάπηλοι τρέφονται αποκλειστικά από τη σύγκρουση και απαντούν με ψευδείς πολεμικές κραυγές, καθώς δεν έχουν τίποτα άλλο να προσφέρουν. Με αυτόν τον τρόπο, εμποδίζουν την Ελλάδα να διεκδικήσει τα δικαιώματά της, καθώς αντλούν πολιτική δύναμη από τη διαρκή ένταση. Φυσικά, αυτό τους επιτρέπει να αποκομίζουν οφέλη στις εθνικές εκλογές. Συνοπτικά, οι μόνοι που δεν επιθυμούν τη λύση της ελληνοτουρκικής διαμάχης είναι οι πατριδέμποροι.
Οι Έλληνες διπλωμάτες δεν είναι ούτε άπειροι ούτε εύπιστοι ούτε αφελείς, και σίγουρα έχουν αυστηρές και συγκεκριμένες οδηγίες από την πολιτική ηγεσία. Ωστόσο, οι διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας φαίνεται να είναι αγεφύρωτες. Η Ελλάδα επικεντρώνεται αποκλειστικά σε θέματα ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, ενώ η Τουρκία εισάγει και ζητήματα όπως το εύρος του εθνικού εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων, την αποστρατικοποίηση νησιών στο ανατολικό Αιγαίο και την κυριαρχία σε ορισμένες βραχονησίδες. Η Ελλάδα δεν προτίθεται να συζητήσει το εύρος των χωρικών της υδάτων ή το δικαίωμα επέκτασης από τα 6 στα 12 μίλια, με αποτέλεσμα οι συζητήσεις να καταλήγουν σε αδιέξοδο πριν καν αρχίσουν. Μοναδική ελπίδα για πρόοδο θα ήταν μια απόφαση από διεθνές δικαστήριο, την οποία και οι δύο πλευρές θα υποχρεωθούν να αποδεχτούν. Τι θα απομείνει από όλα αυτά; Τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης σε επίπεδο υπουργείων Εθνικής Άμυνας, οι ανταλλαγές επισκέψεων και οι ατελείωτες συζητήσεις. Δηλαδή, θα παραμείνουμε σε ήρεμα νερά, χωρίς να χρειάζεται να «κοιμόμαστε» με τα δύο μάτια ανοιχτά. Αυτό δεν είναι και λίγο.
Φυσικά, με την Τουρκία απέναντι, δεν μπορούμε ποτέ να αισθανόμαστε ασφαλείς. Τουλάχιστον ένα μάτι πρέπει να παραμένει ανοιχτό και οι εξοπλισμοί να είναι συνεχείς. Η Τουρκία υπό την ηγεσία του Ερντογάν δεν θα σταματήσει ποτέ να μας απειλεί, και οι ήρεμες περίοδοι θα εναλλάσσονται με τρικυμίες. Οι γκρίζες ζώνες, οι γαλάζιες πατρίδες και οι απειλές είναι στοιχεία που ενισχύουν το ψευδεπίγραφο «δημοκρατικό» καθεστώς της. Αυτό δεν είναι απλώς επιλογή του Ερντογάν, καθώς θα σήμαινε ότι μπορεί να αλλάξει με την αποχώρησή του. Είναι αποτέλεσμα της ιδεολογίας ολόκληρου του πολιτικού της συστήματος. Η Τουρκία παραμένει βαθιά ριζωμένη στην Ανατολή, παρά την οικονομική της ανάπτυξη, και η Ανατολή βρίσκεται σε κανονικό πόλεμο με τη Δύση.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας