Τι θα γίνει με τον εκλογικό νόμο -Οι σκέψεις για αλλαγή, τι λένε κυβερνητικά στελέχη
Πηγή Φωτογραφίας: eurokinissi / αρχειου
Τόσοι υπουργοί όσο και βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος εκτιμούν ότι το υπάρχον σύστημα έχει εξαντλήσει τα όριά του υπό τις παρούσες πολιτικές συνθήκες και χρειάζονται παρεμβάσεις που θα διασφαλίζουν τον σχηματισμό σταθερών κυβερνήσεων. Άλλωστε, στο συρτάρι του πρωθυπουργού υπάρχουν εδώ και πολύ καιρό τα διαφορετικά σχέδια νόμου για τον εκλογικό νόμο, όπως έχουν παραδοθεί από το υπουργείο Εσωτερικών.
Ο κ. Μητσοτάκης άλλαξε τον εκλογικό νόμο το 2019 αμέσως μόλις η ΝΔ έγινε κυβέρνηση, ώστε να μην κατηγορηθεί ότι επηρεάζει τους κανόνες λίγο πριν τις επόμενες εκλογές, αλλά, αντιθέτως, να είναι σαφείς για όλα τα κόμματα εγκαίρως. Γι’ αυτό οι θιασώτες της αλλαγής υποστηρίζουν πως οι αποφάσεις θα πρέπει να ληφθούν σύντομα, ώστε να μην κατηγορηθεί η κυβέρνηση ότι λειτουργεί βάσει της συγκυρίας, καθώς βρισκόμαστε σχεδόν τρία χρόνια πριν τις εθνικές εκλογές του 2027.
Η σταθερότητα το βασικό «στοίχημα» του Μητσοτάκη Οι συχνές αναφορές του πρωθυπουργού το τελευταίο 15νθήμερο στη σημασία που έχει για τη χώρα η σταθερότητα εκλαμβάνεται από ορισμένους ως ένδειξη των σκέψεων που κάνει προς αυτή την κατεύθυνση. Η πρώτη έγινε στην εκδήλωση του υπουργείου Ανάπτυξης για το νέο παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο, όπου ο κ. Μητσοτάκης είπε πως «όλα αυτά να μπορούν να γίνουν σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, με προβλέψιμους εκλογικούς κύκλους, με μια πολιτική η οποία περιγράφεται στην αρχή της τετραετίας και με μια κυβέρνηση η οποία έχει αποδείξει ότι έχει τη δυνατότητα αυτή την πολιτική να την υλοποιεί με αξιοπιστία». Η συνέχεια έγινε στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ, όπου μίλησε για «ένα δεδομένο στον τόπο μας το οποίο, αν και άυλο, αποτελεί ένα χειροπιαστό εθνικό πλεονέκτημα. Αυτό δεν είναι άλλο από την πολιτική σταθερότητα», για να συμπληρώσει ότι «πρέπει να αναγνωρίζουμε τη σημασία της. Αυτήν που στις μέρες μας αναζητούν πολλά κράτη, όταν εμείς συχνά τη θεωρούμε περίπου αυτονόητη». Ανάλογη αναφορά έκανε και στο υπουργικό συμβούλιο της περασμένης εβδομάδας.
Τι είχε πει ο πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη για πιθανή αλλαγή του εκλογικού νόμου Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κ. Μητσοτάκης δέχεται παρόμοιες εισηγήσεις. Το ίδιο είχε συμβεί και πριν τις εκλογές του 2023, ο ίδιος δεν πείστηκε και το αποτέλεσμα τον δικαίωσε, καθώς η ΝΔ συγκέντρωσε το 41% των ψήφων και σχημάτισε μια ισχυρή κυβέρνηση. Φρόντισε να το θυμίσει τον Σεπτέμβριο, όταν ρωτήθηκε στη Θεσσαλονίκη για πιθανή αλλαγή του εκλογικού νόμου: «Σε αυτούς οι οποίοι προβλέπουν ότι η αυτοδυναμία στις επόμενες εκλογές με τον υφιστάμενο εκλογικό νόμο είναι άπιαστο όνειρο, θα συνιστούσα λίγη υπομονή και ίσως κάποιες χρήσιμες ιστορικές αναφορές στο τι έγινε την προηγούμενη τετραετία». Παρά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, το οποίο ήταν κάτω από την πήχη που είχε τεθεί, στις οχλήσεις που δέχτηκε τότε εξέφρασε την άποψη ότι η ΝΔ παραμένει κυρίαρχη πολιτική δύναμη, και στις εθνικές εκλογές, έχοντας υλοποιήσει το πρόγραμμά της, μπορεί να εξασφαλίσει ανάλογα υψηλά ποσοστά με αυτά του 2023.
Η επιμονή Γεωργιάδη στην αλλαγή του εκλογικού νόμου -Το παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου Ο αντίλογος ωστόσο παραμένει, με βασικό επιχείρημα «την αποφυγή ατυχήματος που θα κοστίσει στη χώρα». Δημοσίως αυτή την άποψη εκφράζει σταθερά ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο οποίος είπε την περασμένη εβδομάδα ότι «η Ελλάδα πρέπει να έχει ένα εκλογικό σύστημα πλειοψηφικό, που θα δίνει στο πρώτο κόμμα αυτοδυναμία. Η Ελλάδα και η κατάσταση της κοινωνίας δεν σηκώνει πολιτική αστάθεια» (parapolitika). Για να στηρίξει την άποψή του έφερε το παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου όπου οι Εργατικοί κυβερνούν με απόλυτη πλειοψηφία και έχουν πάρει 33,6%. Στην Ελλάδα, με το υπάρχον εκλογικό σύστημα, το πρώτο κόμμα, εφόσον λαμβάνει ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του 25%, παίρνει μπόνους 20 εδρών, ενώ για κάθε 0,5% επιπλέον ποσοστό, τότε κερδίζει μία ακόμη έδρα. Για την εξασφάλιση της αυτοδυναμίας απαιτείται ένα ποσοστό πέριξ του 38%, που συναρτάται και από το συνολικό ποσοστό που θα συγκεντρώσουν τα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής.
Αρκεί η αύξηση του ορίου για να μπει ένα κόμμα στο Κοινοβούλιο; Η βασική πιθανή αλλαγή που απασχολεί τις συζητήσεις είναι η αύξηση του ορίου ώστε να μπει ένα κόμμα στο Κοινοβούλιο, από το 3% στο 5%. Είναι αυτό αρκετό; «Όχι» απαντούν έμπειρα, περί τις εκλογές, στελέχη, υποστηρίζοντας ότι η αύξηση του ορίου μπορεί να ωθήσει τα κόμματα που κινούνται στο όριο να ανεβάσουν τα ποσοστά τους, να πιάσουν το όριο και να αποδειχθεί αναποτελεσματικό. Επίσης, εκτιμάται πως θα προκαλέσει πολλές αντιδράσεις από τα μικρότερα κόμματα. Έτσι, από ορισμένα κυβερνητικά στελέχη μπαίνει στο τραπέζι η ανάγκη για μια συνολικότερη εκλογική μεταρρύθμιση αντί περιορισμένων παραμετρικών αλλαγών. Η άποψή τους είναι πως θα έχει θεσμικό χαρακτήρα, θα εξασφαλίζει σταθερές κυβερνήσεις και «καθαρό παιχνίδι» για όλα τα κόμματα. «Δεν θα αφορά μόνο τη ΝΔ, που αυτή τη στιγμή είναι πρώτη στις μετρήσεις, αλλά όποιο κόμμα διεκδικεί την εξουσία, αφού θα μπορεί να σχηματίσει ισχυρή κυβέρνηση», είναι το επιχείρημα για τις όποιες διαφωνίες μπορεί να εκφράσει η αντιπολίτευση.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΝΤΕΛΗΣ – iefimerida
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας