Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως 47ου προέδρου των ΗΠΑ φέρνει νέα δεδομένα σε παγκόσμιο επίπεδο, σε μια περίοδο όπου ο ανταγωνισμός για τη διαμόρφωση της Νέας Τάξης Πραγμάτων μετά τον Ψυχρό Πόλεμο έχει ενταθεί, επηρεάζοντας τις περιφερειακές αντιπαραθέσεις και τους ανταγωνισμούς.
Η αναμονή μέχρι τον Ιανουάριο, όταν ο Τραμπ θα αναλάβει επίσημα τα καθήκοντά του, καθώς και η επιλογή των προσώπων που θα στελεχώσουν τα κρίσιμα Υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας, καθώς και τη θέση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, δημιουργούν ένα κλίμα αβεβαιότητας. Αυτή η αβεβαιότητα εντείνεται από την απρόβλεπτη φύση των κινήσεων και αποφάσεων του νέου προέδρου των ΗΠΑ, καθώς αναμένονται και τα πρώτα δείγματα γραφής στην εξωτερική πολιτική του, πέρα από τις προεκλογικές υποσχέσεις.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν αιφνιδιάστηκε, καθώς σε ανώτερα κλιμάκια θεωρούνταν πολύ πιθανή η εκλογή του Τραμπ. Στην ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, η υφυπουργός Αλ. Παπαδοπούλου, με την εκτενή εμπειρία της στις εσωτερικές διαδικασίες των ΗΠΑ, είχε ήδη προαναγγείλει στους συνομιλητές της την νίκη του συντηρητικού υποψηφίου. Επιπλέον, η επίσκεψη στην Αθήνα και η συνάντηση του πρώην υπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησης Τραμπ, Μάικ Πομπέο, με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη δεν ήταν τυχαία, καθώς ο Πομπέο αναμένεται να αναλάβει σημαντικό ρόλο στη νέα αμερικανική κυβέρνηση.
Η εκλογή του Τραμπ έχει τρεις βασικές επιπτώσεις για την Ελλάδα: πρώτον, μέσω των παγκόσμιων διαστάσεων της νέας αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα, και του τρόπου που θα εκφραστεί ο συνδυασμός της νέας εσωστρεφούς προσέγγισης με τη διατήρηση του διεθνούς ρόλου των ΗΠΑ. Δεύτερον, σε επίπεδο των σχέσεων ΗΠΑ με την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Τρίτον, στην αμερικανική πολιτική που αφορά την Ανατολική Μεσόγειο και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η Ελλάδα δεν αντιμετώπισε σημαντικά προβλήματα κατά τη διάρκεια της προηγούμενης κυβέρνησης Τραμπ, καθώς ο πρώην πρόεδρος είχε συναντήσεις τόσο με τον πρώην πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα όσο και με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στον Λευκό Οίκο.
Στο τέλος της θητείας του και λίγο μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Μητσοτάκη, πραγματοποιήθηκε η σημαντική επίσκεψη του Πομπέο στα Χανιά και στη Σούδα. Κατά τη διάρκεια αυτής της επίσκεψης, υπογράφηκε το πρωτόκολλο τροποποίησης της διμερούς αμυντικής συμφωνίας (5 Οκτωβρίου 2019) και ξεκίνησε ο Στρατηγικός Διάλογος ΗΠΑ-Ελλάδας, ο οποίος άνοιξε τον δρόμο για την υπογραφή της ανανεωμένης συμφωνίας MDCA.
Στο νέο πλαίσιο που διαμορφώνεται, είναι σαφές ότι η Ελλάδα θα προσαρμόσει τις ενέργειές της στα σημαντικά ζητήματα των διατλαντικών σχέσεων σε συνεργασία με τους άλλους εταίρους, ελπίζοντας ότι οι σχέσεις αυτές δεν θα οδηγηθούν σε κρίση που θα μπορούσε να αποδυναμώσει την αμυντική δέσμευση των ΗΠΑ προς την Ευρώπη. Παράλληλα, υπάρχει πλέον ισχυρό κίνητρο για την στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, την οποία υποστηρίζει η Ελλάδα.
Κατά την προηγούμενη θητεία του, ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν αυτός που ενέκρινε την εμπλοκή των ΗΠΑ στις υποθέσεις της Ανατολικής Μεσογείου, με τη συμμετοχή του τότε Υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο στη τριμερή συνεργασία Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ (3+1) κατά τη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο Τελ Αβίβ το 2019. Ο κύριος άξονας της πολιτικής του στην περιοχή ήταν η στήριξη του Ισραήλ, η οποία φαίνεται να παραμένει ισχυρή παρά τον πόλεμο στη Γάζα.
Ένα κρίσιμο ζήτημα είναι η πολιτική που θα υιοθετήσει ο Τραμπ απέναντι στην Τουρκία, όπως επισημαίνει ο Νίκος Μελέτης για το “Πρώτο Θέμα”. Η ευρέως διαφημισμένη προσωπική του σχέση με τον Ερντογάν είναι περισσότερο μύθος, εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων των δύο ηγετών. Παρά την ύπαρξη αυτής της σχέσης, δεν μεταφράστηκε σε πολιτική κατά την προηγούμενη θητεία του Τραμπ.
Οι σχέσεις μεταξύ Άγκυρας και Ουάσιγκτον αναμένεται να παραμείνουν τεταμένες και στο προσεχές μέλλον, καθώς η απόλυτη υποστήριξη του Τραμπ προς το Ισραήλ και τον προσωπικό του φίλο Νετανιάχου τον φέρνει σε άμεση σύγκρουση με τον Τούρκο ηγέτη, ο οποίος έχει κηρύξει «τζιχάντ» κατά του Ισραήλ λόγω της κατάστασης στη Γάζα. Επιπλέον, η Τουρκία δεν θα πρέπει να αναμένει αποδέσμευση των Αμερικανών από τη Βόρεια Συρία, γεγονός που ενισχύει τις θεωρίες συνωμοσίας που κυκλοφορούν στο εσωτερικό, ακόμη και στο προεδρικό μέγαρο της Άγκυρας. Αυτές οι θεωρίες υποστηρίζουν ότι υπάρχει διεθνής συνωμοσία μεταξύ του Ισραήλ και συντηρητικών κύκλων στην Ουάσιγκτον για τη δημιουργία και υποστήριξη μιας αυτόνομης κουρδικής οντότητας στη Βορειοανατολική Συρία, ως μέτρο κατά της ιρανικής επιρροής στην περιοχή, αλλά και ως μηχανισμός ελέγχου της ίδιας της Τουρκίας.
Η εκλογική νίκη του Τραμπ συμπίπτει με την έναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου, γεγονός που υποδηλώνει ότι η νέα αμερικανική κυβέρνηση θα υποστηρίξει αυτή τη διαδικασία, θεωρώντας την κρίσιμη για την εκτόνωση ή την επίλυση διαφορών μεταξύ δύο συμμάχων. Αυτή η στήριξη είναι σημαντική, καθώς δεν απειλεί τη σταθερότητα και την αποτελεσματικότητα του ΝΑΤΟ στην ευαίσθητη αυτή περιοχή.
Ωστόσο, παραμένει αβέβαιο αν η Τουρκία, σε ένα μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον όπου δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει ο ρόλος της, είναι έτοιμη να προχωρήσει σε σοβαρές συναινέσεις. Αυτές οι συναινέσεις θα μπορούσαν να ξεκλειδώσουν το αδιέξοδο και να προσφέρουν προοπτική στη διαδικασία διαλόγου για την επίλυση της διαφοράς σχετικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Σε αυτό το μεταβαλλόμενο και απρόβλεπτο περιβάλλον, η ελληνική εξωτερική πολιτική θα δραστηριοποιηθεί το επόμενο διάστημα, αξιοποιώντας φυσικά το σημαντικό πλεονέκτημα της ισχυρής στρατηγικής σχέσης που έχει αναπτύξει με τις ΗΠΑ.