People

Βαρδής Βαρδινογιάννης: Η ζωή ενός αφοσιωμένου πατέρα και εμβληματικού επιχειρηματία

Βαρδής Βαρδινογιάννης: Η ζωή ενός αφοσιωμένου πατέρα και εμβληματικού επιχειρηματία

Πηγή Φωτογραφίας: Διαδίκτυο, newsit.gr

Η πορεία του οραματιστή Κρητικού από τα δύσκολα χρόνια της εξορίας μέχρι την κορυφή του επιχειρηματικού κόσμου - Πώς το παρελθόν του στο Πολεμικό Ναυτικό διαμόρφωσε την πειθαρχία και την αίσθηση ευθύνης που έφερε στις επιχειρήσεις του

Λίγοι άνθρωποι υπήρξαν τόσο επιδραστικοί στην ελληνική επιχειρηματική και κοινωνική σκηνή όσο ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, ο οποίος έφυγε εχθές από τη ζωή, στα 91 του χρόνια. Για το ευρύ κοινό, ο επικεφαλής της Μότορ Όιλ με το παχύ μουστάκι και το αυστηρό, ευθυτενές βλέμμα κάτω από τα πυκνά φρύδια, ήταν ένας πανίσχυρος, απόμακρος δισεκατομμυριούχος. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ο Βαρδής ήταν ένας βέρος Κρητικός, πατέρας και παππούς.

Έτσι, ανεξάρτητα από το τι συνέβαινε με τις τιμές του πετρελαίου, με το πού πήγαιναν τα καράβια, τι γινόταν στη χώρα, κάθε μεσημέρι θα βρισκόταν στο σπίτι για να φάει με την οικογένειά του. Και απαιτούσε από όλα τα μέλη της να είναι παρόντα σε αυτή την «ιεροτελεστία» του μεσημεριανού φαγητού, για να συζητήσουν, να ανταλλάξουν απόψεις, να μοιραστούν τους προβληματισμούς τους, να ακούσουν τις συμβουλές του.

Αυτή η συνήθεια, ήταν μια συνήθεια που ξεκίνησε από τα πρώτα χρόνια της συμβίωσης με τη σύζυγό του, Μαριάννα και δεν άλλαξε στο πέρασμα των χρόνων, όσο και αν άλλαξαν τα πράγματα γύρω τους, χτίζοντας μια από τις 50 ισχυρότερες επιχειρηματικές δυναστείες του κόσμου -σύμφωνα με το Forbes. Όσο φορτωμένο και αν ήταν το πρόγραμμά της ημέρας, όσο σοβαρές και αν είναι οι υποχρεώσεις που μπορεί να είχαν, το μεσημέρι πάντα βρίσκονταν στο σπίτι για να γευματίσουν μαζί και να συζητήσουν ό, τι τους απασχολούσε.

Τα πρώτα χρόνια

Αν και ο Βαρδής ήταν γενικά λιγομίλητος σαν άνθρωπος, δεν ήταν δύσκολο να «ξεκλειδώσει» απέναντι σε έναν άνθρωπο που θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη του. Αρκεί η συζήτηση μαζί του να στρεφόταν στις μεγάλες, αθεράπευτες αγάπες του: την πατρίδα, την Κρήτη και το Πολεμικό Ναυτικό. Μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπερηφανευόταν ότι ήταν μέλος του ΠΝ και θεωρούσε ύψιστη τιμή γι’ αυτόν ότι είχε συνταξιοδοτηθεί από αυτό. Είχε παθολογική αγάπη με το Πολεμικό Ναυτικό. Πάντα είχε μια ιστορία να μοιραστεί από τα χρόνια που υπηρέτησε σε αυτό, ακολουθώντας τα «ίχνη» του αδερφού του Νίκου. Και πάντα θα θυμόταν πως, εάν δεν μεσολαβούσε η Χούντα, θα γινόταν ο νεότερος αρχηγός του Σώματος όλων των εποχών.

Ήταν στο DNA του γεννημένου στην Επισκοπή Ρεθύμνου Βαρδή: Η οικογένεια έχει τις ρίζες της στα Σφακιά, με τους προγόνους της να ονομάζονται Bαρδινάκηδες. Ένας εξ αυτών, ο Γιάννης Bαρδινάκης, ήταν πρωτεργάτης στην εξέγερση των Σφακιανών κατά των Tούρκων (1877-1878) και έμεινε γνωστός ως Bαρδινογιάννης, δίνοντας έτσι καινούργιο επώνυμο στην οικογένειά του.

Όντως ο Βαρδής Βαρδινογιάννης είχε από πολύ νωρίς ξεχωρίσει ανάμεσα στους αξιωματικούς του ΠΝ με την οξύνοια, την οργανωτικότητα και τις ηγετικές του ικανότητες, όμως η ανέλιξη στην ιεραρχία και η καριέρα του διακόπηκαν γρήγορα από το καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967.

Οι δημοκρατικές του καταβολές τον έβαλαν πολύ νωρίς στο στόχαστρο. Του ζητήθηκε να μεταφέρει, με το πλοίο «Νήσος Χίος», εν μέσω θαλασσοταραχής, εξόριστους σε ένα από τα γνωστά ξερονήσια. Όταν ο Βαρδινογιάννης αρνήθηκε να εκτελέσει τη διαταγή του πλοιάρχου του, πήρε δυσμενή μετάθεση. Το ρολόι μέτραγε αντίστροφα. Πολύ γρήγορα αποστρατεύθηκε με το βαθμό του υποναυάρχου και, τον Ιούλιο του ίδιου έτους, εξορίστηκε στην Αμοργό. Εκεί πέρασε και τα δυσκολότερα, ίσως, χρόνια της ζωής του.

Με τη σύζυγό του, Μαριάννα (είχαν παντρευτεί από τις 18 Μαΐου του 1961, με κουμπάρο το Χρήστο Λαμπράκη), είχαν μάθει στη στέρηση. Ο Βαρδής, έπαιρνε μισθό 2.500 δραχμών, ως σημαιοφόρος του Πολεμικού Ναυτικού και η Μαριάννα εργαζόταν στην αμερικανική πρεσβεία για να τα βγάλουν πέρα. Όμως στην εξορία, στην Αμοργό, τα πράγματα έγιναν ακραία δύσκολα.

Η Μαριάννα πήρε τότε τα 3 (από τα πέντε, συνολικά παιδιά που απέκτησαν) παιδιά τους, με το τρίτο νεογέννητο, στην κούνια, ένα καϊκι μέσα στο χειμώνα και πήγε στην Αμοργό, δίπλα του. Έμεναν σε ένα σπίτι που ήταν ένα ισόγειο καμαράκι, χωρίς άλλο δωμάτιο και χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα. Το ζευγάρι δεν είχε τότε ούτε τα απαραίτητα. Όμως κάθε μέρα, στο παράθυρό τους έβρισκαν πότε ένα μπουκάλι γάλα, πότε δύο αυγά, ένα ζεστό ψωμί. Αυτή η στήριξη από αγνώστους συνανθρώπους τους, χαράχτηκε βαθιά μέσα στην ψυχή του και διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του σε έναν βαθμό.

Τα δύσκολα χρόνια πέρασαν όταν ο Βαρδής κλήθηκε από τον αδερφό του, Νίκο, να συνδράμει στην οικογενειακή επιχείρηση που έστηνε (μαζί και με τον Γιώργο Ι. Βαρδινογιάννη), αναλαμβάνοντας τον ναυτιλιακό κλάδο της επιχείρησης. Από το 1970 είχε αρχίσει να στήνει το διυλιστήριο της Motor Oil στους Αγίους Θεοδώρους -το οποίο θα εγκαινίαζαν το 1972- και, στο παρασκήνιο, Νίκος και Βαρδής στήριζαν τη μυστική αντιστασιακή δράση των πρώην συναδέλφων τους αξιωματικών.

Έτσι, όταν έφτασε η ώρα να εκδηλωθεί το «Κίνημα του Ναυτικού», οι Βαρδινογιάννηδες ανέλαβαν ένα σημαντικό κομμάτι της επιχείρησης: Τον ανεφοδιασμό καυσίμων στα πλοία που θα συμμετείχαν στο Κίνημα.

Το σχέδιο αποκαλύφθηκε, ο Ναύσταθμος στη Σαλαμίνα περικυκλώθηκε και μόνο το αντιτορπιλικό «ΒΕΛΟΣ ΙΙ», υπό τον πλοίαρχο Νίκο Παππά διέφυγε στην Ιταλία. Οι εναπομείναντες «κινηματίες» αξιωματικοί συνελήφθησαν. Μπορεί κατόπιν, ενόψει της ψευδοφιλελευθεροποίησης του καθεστώτος, να αμνηστεύθηκαν, όμως αποτάχθηκαν από το Πολεμικό Ναυτικό και, μοιραία, έμειναν χωρίς δουλειά.

Στο μεταξύ, ο Βαρδής είχε πάρει στα χέρια του τον όμιλο, καθώς ο Νίκος είχε πεθάνει και, αδιαφορώντας για το ρίσκο που θα είχε μια τέτοια κίνηση, αποφάσισε να προσλάβει στη Μότορ Όιλ τους περισσότερους από τους πρώην συναδέλφους του που είχαν βρεθεί στο δρόμο. Ταυτόχρονα, στο παρασκήνιο στήριζε οικονομικά τις κινήσεις του Παππά στο εξωτερικό όπου κλιμάκωνε τον αντιχουντικό αγώνα. Θεωρούσε όλους τους συναδέλφους του δικούς του ανθρώπους. Και, στην πενηντάχρονη και πλέον πορεία του στον επιχειρηματικό στίβο, δεν άλλαξε ποτέ τον τρόπο με τον οποίο στελέχωνε τις επιχειρήσεις του. Τα στελέχη του Πολεμικού Ναυτικού και οι Κρητικοί είχαν πάντα πόρτα ανοιχτή.

Η ιστορία του με το «Βέλος» έκλεισε τον Ιούλιο του 1974. Τότε που οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο ματώνοντάς τη, ο Βαρδής θα προσφερόταν να βοηθήσει όπως μπορούσε την πατρίδα. Πρώτα- πρώτα, θα κάλυπτε τα έξοδα (ελλιμενισμοί, καύσιμα, συντήρηση, πλήρωμα) για να επιστρέψει πάσα δυνάμει, άμεσα, το αντιτορπιλικό στα ελληνικά ύδατα. Η πατρίδα κινδύνευε. Δεν έπρεπε να λείπει κανείς και τίποτα.

Ο «άγνωστος» Βαρδής

Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Μπορούσε να γίνει έξαλλος αν με κάποιο τρόπο κάποιος πρόσβαλε ένα μέλος της οικογένειάς του, μπορούσε κανείς να ακούσει τις φωνές του να αντηχούν στα αχανή κτίρια της ΜΟΗ για να λειτουργήσει ο κολοσσός που έχτισε, σαν «ρολόι». Όμως ταυτόχρονα, ήξερε ένα μεγάλο μέρος του προσωπικού με τα μικρά τους ονόματα και συχνά τους εξέπλησσε με τη γενναιοδωρία του.

Ήθελε να περηφανεύεται ότι ηγείται του ομίλου με την υψηλότερη μισθοδοσία ανάμεσα στις εισηγμένες και… του άρεσε να συνδικαλίζεται. Ουκ ολίγες φορές δέχθηκε τους εκπροσώπους των εργαζομένων στο γραφείο του ζητώντας να ακούσει τα προβλήματά τους στην καθημερινότητα και δίνοντάς τους αυξήσεις, ή μπόνους που ούτε οι ίδιοι δεν περίμεναν.

Στα γραφεία της Μότορ Όιλ συνήθιζε να δέχεται, μαζί με τον αδερφό του, ποδοσφαιριστές, προπονητές και άλλους παράγοντες που ήθελαν να εντάξουν στο δυναμικό του Παναθηναϊκού, του ποδοσφαιρικού συλλόγου που η οικογένεια είχε εντάξει στο τεράστιο χαρτοφυλάκιό της. Παρακολουθούσε ποδόσφαιρο ο Βαρδής και είχε και τους δικούς του «αγαπημένους» παίκτες. Όπως τον Δημήτρη Σαραβάκο, το όνομα του οποίου χρησιμοποιούσε για να αστειευτεί, όταν θυμόταν την αποτυχημένη (με τρεις ρουκέτες) δολοφονική επίθεση εναντίον από τη «17 Νοέμβρη», καθώς διακωμωδούσε το γεγονός ότι βγήκε αλώβητος από το θωρακισμένο αυτοκίνητό του: «Ο Σαραβάκος έριξε πέναλτι και βρήκε το δοκάρι», συνήθιζε να λέει γελώντας.

Τις υψηλές γνωριμίες του από τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, φρόντιζε συχνά να τις εκμεταλλευθεί για το καλό του ελληνισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η «διαφήμιση» του ελληνικού πνεύματος που έκανε στον αραβικό κόσμο -όπου το όνομα «Βαρδινογιάννης» και μόνο στο άκουσμά του ανοίγει πόρτες. Έτσι, εκμεταλλεύθηκε -με την καλή έννοια- για παράδειγμα τη προσωπική γνωριμία του με τον Χόσνι Μουμπάρακ της Αιγύπτου για να γίνει ένα όραμα του ίδιου και της συζύγου του, Μαριάννας, πραγματικότητα. Στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας -πόλη που ο Βαρδής αγαπούσε σε τέτοιο βαθμό που έλεγε ότι τη θεωρούσε «δεύτερη πατρίδα» του- εγκαινιάστηκε, τον Νοέμβριο του 2008, το «Κέντρο Ελληνιστικών Σπουδών» με κάθε επισημότητα, υπό την αιγίδα της τότε Πρώτης Κυρίας της Αιγύπτου, Σουζάν Μουμπάρακ. Ήταν δική του η ιδέα για το Κέντρο αυτό και, με την αποφασιστικότητα που τον χαρακτήριζε, κατάφερε να γίνει πραγματικότητα.

Με αυτή την αποφασιστικότητα και την επιμονή, ο Βαρδής Βαρδινογιάννης κατάφερε πολλά πράγματα στη ζωή του. Όμως στην πραγματικότητα, πέτυχε αυτό που έλεγε στη σύζυγό του από όταν ήταν νέοι, προβλέποντας το μέλλον τους. Να πετύχει σαν πατέρας: «Μπορεί να επιτύχω σαν επιχειρηματίας, αλλά αν αποτύχω σαν πατέρας, δεν θα το αντέξω», της έλεγε…

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP ΤΟΥ PAGENEWS PAGENEWS.gr - App Store PAGENEWS.gr - Google Play

Το σχόλιο σας

Loading Comments