ΠΑΣΟΚ: Σε τροχιά ανοιχτής σύγκρουσης με την κυβέρνηση
Πηγή Φωτογραφίας: Αρχείου
Η ελληνική πολιτική σκηνή έχει απομακρυνθεί τα τελευταία χρόνια από τον «παραδοσιακό» διπολισμό. Η περίοδος των μνημονίων, με τις συνεχείς κυβερνητικές κρίσεις, τις συνεργασίες ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και την τελική ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβερνητικού «παίκτη», έστω και με τον ασυνήθιστο εταίρο των ΑΝΕΛ, έχει ανατρέψει τα «πατροπαράδοτα» δεδομένα του δικομματισμού.
Οι εθνικές εκλογές του 2023, οι οποίες σηματοδότησαν την αρχή της αντίστροφης μέτρησης για την Κουμουνδούρου, την αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα από την πολιτική σκηνή και την τελική αποδόμηση του κόμματός του, επηρεάζουν ξανά το «μείγμα» των πολιτικών πρωταγωνιστών. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν θα αλλάξει και το «μείγμα» των πολιτικών θέσεων και τακτικών.
Σε δύο σημαντικές κοινοβουλευτικές «αναμετρήσεις», μια τέτοια προοπτική δεν έγινε εμφανής. Η αντιπολίτευση, και ειδικότερα το ΠΑΣΟΚ, που επιδιώκει να παρουσιαστεί ως η εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης για τη χώρα, συνεχίζει να απορρίπτει κάθε κυβερνητική πρωτοβουλία και να καταψηφίζει, τηρώντας τη στάση του «όχι σε όλα». Παράλληλα, καταθέτει δικές του προτάσεις, οι οποίες κατά την πλειοψηφία θεωρούνται βασισμένες σε «λεφτόδεντρα».
Το νομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας για τα απογευματινά χειρουργεία, το οποίο το ΠΑΣΟΚ δεν υποστήριξε, καθώς και το πρόσφατο νομοσχέδιο του υπουργείου Εσωτερικών για το ΑΣΕΠ, αποτελούν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα της στρατηγικής που επιθυμεί να ακολουθήσει η Χαριλάου Τρικούπη.
Αυτή τη στιγμή, ενάμιση χρόνο μετά τις εθνικές εκλογές και με την επόμενη εκλογική αναμέτρηση να είναι προγραμματισμένη για το 2027, η πολιτική «μονομαχία» στηρίζεται σε δύο κύριες πραγματικότητες. Η πρώτη αφορά τις εξελίξεις στο ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα, που διατηρεί με δυσκολία τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παρουσιάζει σημάδια αποδυνάμωσης και είναι πιθανό να χάσει την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση μέσα στις επόμενες ημέρες ή εβδομάδες, παραχωρώντας τη θέση αυτή στο ΠΑΣΟΚ.
Η δεύτερη πραγματικότητα αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις. Μετά τις ευρωεκλογές, το ΠΑΣΟΚ κατατάσσεται στη δεύτερη θέση σε όλες τις μετρήσεις, με τα ποσοστά του να δείχνουν ανοδική πορεία, μετά την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη. Αυτές οι δύο καταστάσεις έχουν ήδη οδηγήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη να θεωρεί τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ ως τον κύριο πολιτικό του αντίπαλο εντός της Βουλής.
Το Μέγαρο Μαξίμου περιμένει το επόμενο κύμα δημοσκοπήσεων, το οποίο θα αποτυπώσει τις πρόσφατες σημαντικές εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ και την επίδρασή τους στο ΠΑΣΟΚ, αποκαλύπτοντας αν οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι της Κουμουνδούρου στρέφονται αυτόματα προς τη Χαριλάου Τρικούπη. Μέχρι τότε, η κυβερνητική ομάδα προσπαθεί να δημιουργήσει αναχώματα σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι να «χτίσει» την πολιτική της αντιπαράθεση με το ΠΑΣΟΚ στη βάση συγκεκριμένων πολιτικών θέσεων, επιδιώκοντας να αναδείξει την έλλειψη εφαρμόσιμων, κοστολογημένων και αξιόπιστων προτάσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να προσδώσουν «πόντους» κυβερνησιμότητας στον Νίκο Ανδρουλάκη.
Οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ΠΑΣΟΚ δεν έχει καταφέρει να πείσει τους πολίτες για αυτό το χαρακτηριστικό, καθώς ούτε το κόμμα θεωρείται εναλλακτική κυβέρνηση στη συνείδηση των ερωτηθέντων, ούτε ο Νίκος Ανδρουλάκης αναγνωρίζεται ως εναλλακτικός πρωθυπουργός. Ένα δεύτερο σημείο που προσπαθεί να ενισχύσει η κυβέρνηση είναι οι ομοιότητες του ΠΑΣΟΚ με τον παλιό ΣΥΡΙΖΑ, τόσο στο περιεχόμενο των προτάσεών του όσο και στην αντιπολιτευτική του στρατηγική.
Τα κυβερνητικά στελέχη περιγράφουν το ΠΑΣΟΚ ως μια αντιπολίτευση που λέει «όχι σε όλα», ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κατηγορήσει τον Νίκο Ανδρουλάκη ότι αντιγράφει τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και τα λάθη του, προτείνοντας μέτρα που δεν έχουν κοστολογηθεί για σημαντικά ζητήματα.
Η έλλειψη ισχυρού αντιπάλου δεν ευνόησε την κυβέρνηση κατά την εκλογική αναμέτρηση του 2023 και την επανεκλογή της μέχρι τις ευρωεκλογές. Τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2023, ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρησιμοποίησε για τελευταία φορά το επιχείρημα ότι η χώρα κινδυνεύει να χάσει τα επιτεύγματά της αν επιστρέψει στο παρελθόν. Η απουσία αντιπάλου οδήγησε σε φαινόμενα αλαζονείας, για τα οποία ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε προειδοποιήσει, καθώς και σε εφησυχασμό, που τελικά κόστισε στην κυβέρνηση, όπως φάνηκε από τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών. Το κυβερνητικό επιτελείο ανέδειξε την καθημερινότητα ως τον κύριο αντίπαλο, γνωρίζοντας ωστόσο ότι αυτή η «μάχη» δύσκολα καταλήγει σε νίκη.
Στα περίπου δυόμιση χρόνια που απομένουν μέχρι τις εθνικές εκλογές, η κυβέρνηση στο Μέγαρο Μαξίμου επιδιώκει να καθορίσει το πολιτικό πλαίσιο και τους όρους της «μονομαχίας» που θα λάβει χώρα. Τα αποτελέσματα της κυβερνητικής δράσης θα αποτελέσουν το πρώτο κριτήριο για τους πολίτες στις κάλπες, όπως επισημαίνουν στελέχη της κυβέρνησης, γνωρίζοντας ωστόσο ότι στο τέλος της δεύτερης τετραετίας, εξίσου σημαντικό είναι και το κριτήριο της προοπτικής. Το ζήτημα της πολιτικής σταθερότητας αναμένεται να επανέλθει στο προσκήνιο, αλλά αυτό το δίλημμα αποκτά νόημα μόνο όταν υπάρχει και πολιτικός αντίπαλος.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας