Η αμερικανική οικονομία θα είναι το επίκεντρο της “επανάστασης” του Τραμπ με επιπτώσεις σε όλον τον κόσμο
Πηγή Φωτογραφίας: Διαδίκτυο//Η αμερικανική οικονομία θα είναι το επίκεντρο της "επανάστασης" του Τραμπ με επιπτώσεις σε όλον τον κόσμο
Για μία ακόμη χρονιά, το 2024 η αμερικανική οικονομία διέψευσε τις Κασσάνδρες που τα τελευταία χρόνια προβλέπουν επιβράδυνση ή ακόμη και ύφεση στη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, χωρίς, όμως, να δικαιώνονται. Παρά την αβεβαιότητα γύρω από την έκβαση των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, την αύξηση των επιτοκίων από τη Federal Reserve και την επιβράδυνση των προσλήψεων από τις επιχειρήσεις της χώρας, η αμερικανική οικονομία εξακολούθησε να αναπτύσσεται στη διάρκεια του έτους που τελειώνει σήμερα. Και είναι, σύμφωνα με το ΔΝΤ, η χώρα με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη στο G7.
Αυτό δεν σημαίνει, όμως, πως το 2024 η κατάσταση ήταν τέλεια στην οικονομία των ΗΠΑ. Ο πληθωρισμός αποδείχθηκε πολύ ανθεκτικός και υποχώρησε μεν αλλά με αργούς ρυθμούς, αναγκάζοντας έτσι τη Federal Reserve να διαμηνύσει στις αγορές ότι θα διατηρήσει τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και τουλάχιστον για περισσότερο από όσο εκτιμούσε μέχρι σχετικά προσφάτως. Παράλληλα, οι τομείς της στέγης και της μεταποίησης παρέμειναν υπό πίεση και εξακολουθούν να ασθμαίνουν υπό το βάρος του υψηλού κόστους του δανεισμού, ενώ έχουν ταυτοχρόνως αυξηθεί τα ποσοστά μη εξυπηρέτησης του χρέους από πιστωτικές κάρτες, στεγαστικά δάνεια, καταναλωτικά ή άλλα δάνεια, καθώς το κόστος δανεισμού επιβαρύνει και τους καταναλωτές. Η απάντηση στο ερώτημα πώς κατάφερε η αμερικανική οικονομία να υπερβεί τις προσδοκίες το 2024, είναι ο Αμερικανός καταναλωτής. Ακόμη και όταν άρχισε να επιβραδύνεται ο ρυθμός των προσλήψεων στις αμερικανικές επιχειρήσεις, οι αυξήσεις που είχαν δοθεί στους μισθούς υπερέβαιναν τον πληθωρισμό και ο πλούτος των νοικοκυριών είχε φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ, με αποτέλεσμα να αυξάνονται διαρκώς οι δαπάνες των νοικοκυριών. Σύμφωνα μάλιστα με τις εκτιμήσεις της Bloomberg Economics, στη διάρκεια του 2024 οι δαπάνες των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 2,8%, υπερβαίνοντας την αντίστοιχη αύξηση του 2023 και φτάνοντας σε επίπεδο σχεδόν διπλάσιο των προβλέψεων από τις αρχές του έτους.
Ακόμη και σε αυτόν τον τομέα, πάντως, τα πράγματα δεν είναι ιδανικά. Οι Αμερικανοί καταναλωτές εξακολουθούν να δαπανούν και να αποτελούν έναν από τους κύριους μοχλούς της αξιοσημείωτης αντοχής που επιδεικνύει η οικονομία της υπερδύναμης. Εχουν, ωστόσο, σχεδόν εξαντλήσει τις αποταμιεύσεις τους από τον καιρό της πανδημίας και αποταμιεύουν πολύ λιγότερα πλέον. Εξάλλου, οι καταναλωτικές δαπάνες προέρχονταν κυρίως από τα υψηλότερα εισοδήματα καθώς τα ωφέλησε η άνοδος των τιμών των κατοικιών και των μετοχών. Στο μεταξύ, η επιβράδυνση που σημείωσε ο ρυθμός των προσλήψεων σε όλη τη διάρκεια του 2024 και η αύξηση της ανεργίας έχουν μειώσει την καταναλωτική δυνατότητα πολλών Αμερικανών και για τους ανέργους γίνεται δυσκολότερη η ανεύρεση εργασίας. Ως εκ τούτου, η Fed άρχισε να μειώνει τα επιτόκια του δολαρίου από τον Σεπτέμβριο, καθώς εντεινόταν η ανησυχία πως η κατάσταση στην αγορά εργασίας πλησίαζε σε κρίσιμο σημείο. Τους τελευταίους μήνες του έτους, όμως, επανήλθε η αισιοδοξία μια και η ανεργία σταθεροποιήθηκε σε επίπεδα ιδιαιτέρως χαμηλά σε σύγκριση με το παρελθόν. Και η αύξηση των μισθών παραμένει γύρω στο 4% και στηρίζει έτσι τα οικονομικά των αμερικανικών νοικοκυριών.
Τους τελευταίους μήνες, άρχισε να επιβραδύνεται η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού κοντά στον στόχο του 2%, ενώ είχε προηγηθεί τόσο το 2023 όσο και το πρώτο εξάμηνο του 2024 η ραγδαία υποχώρησή του. Ετσι, ο επικεφαλής της Fed, Τζερόμ Πάουελ, διεμήνυσε στην αγορά ότι πρέπει να σημειωθεί περαιτέρω μείωση του πληθωρισμού προτού προχωρήσει η ομοσπονδιακή τράπεζα σε πρόσθετες μειώσεις επιτοκίων μέσα στο 2025. Επιπλέον, η αγορά στέγης εξακολουθεί να πλήττεται λόγω του υψηλού κόστους του δανεισμού. Τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων, που υποχώρησαν τον Σεπτέμβριο στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δύο ετών, πλησιάζουν και πάλι το 7%, εφόσον η Fed «πάγωσε» τις προσδοκίες για αλλεπάλληλες μειώσεις επιτοκίων. Και βέβαια οι πωλήσεις κατοικιών, που σταθεροποιήθηκαν κάπως μέσα στο 2024, παραμένουν κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, οι πωλήσεις παλαιών κατοικιών το 2024 ήταν σαφώς μειωμένες σε σύγκριση με το 2023, που ήταν ήδη το χειρότερο για την αγορά στέγης από το 1995.
Η παλιά τάξη πραγμάτων εξαφανίζεται
Η επιστροφή του Τραμπ ως 2.0 στον Λευκό Οίκο θα οδηγήσει στην εξαφάνιση της παλιάς τάξης πραγμάτων. Αυτό εκτιμούν η Εμμα Ασφορντ του Stimson Center, και ο Μάθιου Κρένιγκ , του Atlantic Council, όπως τόνισαν σε μια πρόσφατη στρογγυλή τράπεζα στο Foreign Policy , στην οποία εξετάστηκαν οι νικητές και οι ηττημένοι της επιστροφής μιας άλλης κυβέρνησης Τραμπ . «Οι επιλογές του ρεπουμπλικανού ηγέτη – διαβεβαιώνουν – δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας: το πρόβλημα είναι του κόσμου, όχι της Αμερικής . Θεωρεί ότι υπό την ηγεσία του «οι Αμερικανοί θα είναι πιο ελεύθεροι και θα ξεφορτωθούν τις ξένες ευθύνες». Χωρίς να προκληθεί η «καταστροφική κατάρρευση» της δεκαετία του 1930 από τον εμπορικό προστατευτισμό που οδήγησε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κατά τη γνώμη του προέδρου Τραμπ, αυτό δεν θα είναι δυνατό. Αν και η πραγματικότητα προειδοποιεί ότι θα μπορούσε να επαναληφθεί . «Για κάποιο χρονικό διάστημα», συμφωνούν οι Ασφορντ και Κρένιγκ, « οι οιωνοί του Τραμπ θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν, ίσως για αρκετά χρόνια και να επιστρέψει τη χώρα στο παλιό αμερικανικό όνειρό της».
Παρά το γεγονός ότι φωνές όπως της Σάρα Μπιάνκι , πρώην νούμερο δύο της Υπηρεσίας Εξωτερικού Εμπορίου (USTR), που κατευθύνει την αμερικανική εμπορική πολιτική, λένε ότι «η εφαρμογή καθολικών δασμών στα αγαθά που προκύπτουν από μια ανταγωνιστική κούρσα θα οδηγούσε στην καταστροφή των αγορών κεφαλαίου ».
Η δήλωση προθέσεων του Τραμπ να προωθήσει την εκβιομηχάνιση των Ηνωμένων Πολιτειών και να εκφοβίσει τις εισαγωγές από εταίρους και γεωστρατηγικούς αντιπάλους, είναι κατά την Μπιάνκι «ο μεγαλύτερος κίνδυνος από τη δεκαετία του 1930»
Μείωση του εμπορικού ελλείμματος
Η Goldman Sachs εκτιμά ότι οι δασμοί Τραμπ θα μπορούσαν να προκαλέσουν απώλεια μισής μονάδας ετησίως στο ΑΕΠ της ΕΕ και νέα ύφεση στη Γερμανία. Σύμφωνα με στοιχεία του BEA (Bureau of Economic Analysis), η Κίνα και το Μεξικό,είναι οι δύο σημαντικότεροι παράγοντες που συμβάλλουν στην ανισορροπία του αμερικανικού εμπορικού ισοζυγίου.
Ακολουθούν η Γερμανία, ο Καναδάς και η Ιαπωνία -τρεις ιστορικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ-και η Ινδία, η οποία έχει κερδίσει θέσεις κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Μπάιντεν ως γεωστρατηγική εναλλακτική λύση στην Ασία για τη Συμμαχία του Ινδο-Ειρηνικού.
Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Τραμπ θέλει να φορολογήσει 60% για όλα τα προϊόντα που κατασκευάζονται στην Κίνα και 25% για τη συντριπτική πλειονότητα των προϊόντων που εισάγονται από το Μεξικό , που βασίζει το 27% του ΑΕΠ του στις εξαγωγές στις ΗΠΑ.
Ο Economist κάνει μάλιστα λόγο για μια λίστα εταιρειών που έχουν ήδη εκφράσει την πρόθεσή τους να φύγουν από την Κίνα.
Το φαινόμενο της μετεγκατάστασης επηρεάζει και τις επενδυτικές ροές , οι οποίες περιμένουν τις υποσχέσεις του Τραμπ για φοροελαφρύνσεις και απορρυθμίσεις ως κίνητρα για να τονώσουν τις αξίες των εταιρικών επιλογών στα χαρτοφυλάκια τους για αύξηση των επιχειρηματικών κερδών.
Το ισχυρό δολάριο
Ξένοι κλάδοι και επενδυτές έχουν επίσης να αντιμετωπίσουν την εξέλιξη του αμερικανικού δολαρίου, το οποίο ενισχύθηκε κατά 3% έναντι των υπολοίπων νομισμάτων τον περασμένο Νοέμβριο και βρίσκεται ήδη κοντά σε ανατίμηση 20% τα τελευταία δύο χρόνια. Είναι μάλιστα κοντά στο να αγγίξει την ισοτιμία με το ευρώ.
Το ενιαίο νόμισμα έκλεισε τη χρονιά κάτω από το φράγμα του 1,04 δολαρίων, καθώς η ισχύς του δολαρίου προκάλεσε κατακόρυφη πτώση σε επίπεδα που δεν είχαν δει από τον Νοέμβριο του 2022.
Ωστόσο, το νομισματικό παιχνίδι είναι πάντα εις βάρος πολλών άλλων τομέων που η κυβέρνηση Τραμπ αποφάσισε να αγγίξει με επιθετικότητα.
Μεταξύ άλλων, η εμπορική πολιτική που απαιτεί ένα αδύναμο δολάριο και, φυσικά, η πορεία που θα ακολουθήσει ο πληθωρισμός με ακριβότερους λογαριασμούς βιομηχανικών προμηθειών ή το έλλειμμα με χαμηλότερη είσπραξη φόρων και μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες . Και φυσικά το δημόσιο χρέος, με προοπτικές να φτάσει το 140% του υψηλότερου ΑΕΠ στον κόσμο.
Στόχος οι BRICS+
Οι αναδυόμενες αγορές έρχονται επίσης στο προσκήνιο. Ο Τραμπ στοχεύει άμεσα τους BRICS+. Ο λόγος; οι συζητήσεις του ομίλου ενάντια στην κυριαρχία του δολαρίου, η πρόταση για τη δημιουργία κοινού νομίσματος μεταξύ των μελών του ή διακηρύξεις της Κίνας για την καταπολέμηση της τεχνολογικής, νομισματικής, γεωπολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής υπεροχής του Λευκού Οίκου.
Οι BRICS +, σύμφωνα με το Census Bureau, πούλησαν προιόντα αξίας 578 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ το 2023. Μόνο οι εξαγωγές της Κίνας έφτασαν τα 427 δις. «Θα κάνουμε τους δασμούς στρατηγικό εργαλείο» , προειδοποιεί ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Μπιλ Χάγκερτι , δείχνοντας την πλήρη υποστήριξη του Κογκρέσου προς την κυβέρνηση Τραμπ. «Πρέπει να βάλουμε ισχυρό χέρι σε έθνη που διαφωνούν και παραβιάζουν τα εμπορικά μας συμφέροντα. Τα σύνορα και οι δασμοί είναι ένα ιδανικό μέσο για να μπει τέλος σε αυτές τις προσβολές».
Πηγή: pagenews.gr
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας