Πολιτική

Παρέμβαση Καραμανλή: Δεν είναι μονόδρομος το ψευτοδίλημμα της Τουρκίας «υποχωρήσεις ή πόλεμος»

Παρέμβαση Καραμανλή: Δεν είναι μονόδρομος το ψευτοδίλημμα της Τουρκίας «υποχωρήσεις ή πόλεμος»

Πηγή Φωτογραφίας: [375104] ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΛΗΝΑΚΗ "ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ" (ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI)

Ο κ. Καραμανλής πραγματοποίησε την πρώτη του δημόσια παρέμβαση στον απόηχο της πρότασης του Κυριάκου Μητσοτάκη να προτείνει ως νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Κώστα Τασούλα.

Παρέμβαση με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Βαληνάκη με τίτλο «Για μια νέα στρατηγική απέναντι στην Τουρκία» έκανε τη Δευτέρα (20/01) ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος της ΝΔ, Κώστας Καραμανλής.

Ο κ. Καραμανλής πραγματοποίησε την πρώτη του δημόσια παρέμβαση στον απόηχο της πρότασης του Κυριάκου Μητσοτάκη να προτείνει ως νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Κώστα Τασούλα.

Ξεχωριστό ενδιαφέρον προκάλεσε και η συμμετοχή του Αντώνη Σαμαρά στην εκδήλωση, καθώς πρόκειται για την πρώτη του δημόσια εμφάνιση μετά τη διαγραφή του από τη Νέα Δημοκρατία.

«Η διαπραγμάτευση δεν είναι αυτοσκοπός. Και όσοι προτάσσουν ως κέρδος από μια τέτοια διαπραγμάτευση την αποφυγή πολέμου θα πρέπει να ξέρουν ότι με υποχωρήσεις σε τέτοια ζητήματα, δεν εξαγοράζεται η ειρήνη. Αντίθετα, η χώρα καθίσταται όμηρος των αυθαίρετων τακτικών της Τουρκίας και της ανοίγει την όρεξη για περισσότερες παράνομες διεκδικήσεις», ανέφερε κατά την τοποθέτησή του επί του βιβλίου ο πρώην πρωθυπουργός.

Το βιβλίο, με τίτλο «Για μια νέα στρατηγική απέναντι στην Τουρκία», εστιάζει στην ανάγκη διαμόρφωσης μιας διαφορετικής προσέγγισης στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας. Στην εκδήλωση συμμετείχα ως ομιλητές και ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Άγγελος Συρίγος αλλά και ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Μιχάλης Κατρίνης.

Αυτούσια η ομιλία του Κώστα Καραμανλή

«Με ιδιαίτερη χαρά παίρνουμε στα χέρια μας το καινούργιο βιβλίο του Γιάννη Βαληνάκη. Στο πρόσωπο του συγγραφέα συναντάται ένας σπάνιος συνδυασμός χαρακτηριστικών. Η βαθιά, επί σαράντα και πλέον έτη, γνώση των διεθνών σχέσεων και της εξωτερικής πολιτικής σε ακαδημαϊκό επίπεδο, με την άμεση εμπειρία χειρισμού των περίπλοκων αυτών θεμάτων ως κυβερνητικού στελέχους επί πεντέμιση χρόνια. Ο Βαληνάκης ούτε θεωρητικολογεί, ως από καθ’ έδρας απόμακρος σχολιαστής των εξελίξεων, ούτε αντιδρά κατά το δοκούν και κατά τις ανάγκες, επικοινωνιακές ή πραγματικές, ως πολιτικός της σειράς. Αξιοποιώντας με άνεση το μεγάλο αυτό συγκριτικό πλεονέκτημα, της σύζευξης δηλαδή της ιστορικής και διεθνοπολιτικής γνώσης με την προσωπική εμπλοκή του στην εμπράγματη πολιτική, καταθέτει μια σπάνιας αξίας άποψη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Πρόκειται ουσιαστικά για μια εξόχως ενδιαφέρουσα πρόταση για μια νέα «ολιστική» στρατηγική έναντι της Τουρκίας, με απώτερο στόχο την ανάσχεση και ακύρωση της αναθεωρητικής και ηγεμονικής στρατηγικής της, όπως αναδύεται από το δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας”. Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της πρότασης είναι ότι δεν είναι θεωρητική, αλλά ξεκάθαρα πρακτική και συγκεκριμένη.

Είναι φανερό ότι το βιβλίο είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας και συνεκτίμησης όλων των δεδομένων. Το αποτέλεσμα αυτό προκύπτει, επίσης, από δοκιμασμένες τακτικές στο πεδίο, διπλωματική και διαπραγματευτική τεχνική, αλλά και επίπονη αναζήτηση ιδεών και προτάσεων. Καταφέρνει, έτσι, να προσφέρει έναν οδηγό, μια πραγματική στρατηγική απέναντι στην Τουρκία. Συνολική και λεπτομερή, οραματική και με φιλόδοξους στόχους, αλλά και ρεαλιστική. Ακόμη και αν κανείς δεν συμφωνεί με όλες τις προσεγγίσεις του. Συγχρόνως, προσφέρει ένα όραμα για την Ελλάδα του μέλλοντος, στο πλαίσιο των διαφαινόμενων γεωπολιτικών ανακατατάξεων και εξελίξεων, με αξιοποίηση όλου του δυναμικού και των πλεονεκτημάτων της, ιδιαίτερα ως ενεργειακού κόμβου.

Το βιβλίο αυτό προσφέρει και μια ακόμα υπηρεσία. Είναι μια εύγλωττη απάντηση σε όσους μιλούν για “σχολή της ακινησίας”. Σε όσους αποκαλούν αδράνεια και αποφυγή πρωτοβουλιών, τον αγνό πατριωτισμό, την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των συμφερόντων της χώρας και την ανυποχώρητη στάση μπροστά στις παράλογες και παράνομες απαιτήσεις της Τουρκίας. Αλλά ακόμα ακόμα και σε όσους τα αποκαλούν όλα αυτά γραφικότητα. Πρωτοβουλίες, όμως, και κινητικότητα δεν συνιστούν οι υποχωρήσεις σε ζωτικά μας συμφέροντα και μονομερή δικαιώματα, τα οποία εξάλλου είναι και κατοχυρωμένα από το Διεθνές Δίκαιο, όπως είναι η επέκταση των χωρικών μας υδάτων. Η καινοφανής θεωρία ότι, αν δεν προσφέρουμε σοβαρά ανταλλάγματα από τα μονομερή δικαιώματά μας στην Τουρκία, αυτή δεν θα έχει λόγο να διαπραγματευτεί μαζί μας είναι πρωτοφανής στα διεθνή χρονικά.

Η διαπραγμάτευση δεν είναι αυτοσκοπός. Και όσοι προτάσσουν ως κέρδος από μια τέτοια διαπραγμάτευση την αποφυγή πολέμου θα πρέπει να ξέρουν ότι με υποχωρήσεις σε τέτοια ζητήματα, δεν εξαγοράζεται η ειρήνη. Αντίθετα, η χώρα καθίσταται όμηρος των αυθαίρετων τακτικών της Τουρκίας και της ανοίγει την όρεξη για περισσότερες παράνομες διεκδικήσεις. Αλλά και σε ζητήματα που το Διεθνές Δίκαιο μας καλεί να διαπραγματευτούμε ,όπως είναι οι ΑΟΖ, και που θα έπρεπε, όπως κάνουν όλες οι χώρες του κόσμου, να προσέλθουμε με το μέγιστο των διεκδικήσεών μας, δεν συνιστούν πρωτοβουλίες οι εκ των προτέρων παραχωρήσεις. Και, μάλιστα, χωρίς ανταλλάγματα. Δυστυχώς, η Τουρκία έχει καταφέρει να μας εμφυσήσει το δίλημμα υποχωρήσεις ή πόλεμος. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκει – και σε κάποιες περιπτώσεις καταφέρνει – να αποκομίσει κέρδη, χωρίς να πέσει σφαίρα. Όσο, μάλιστα, η Ελλάδα δεν αντιδρά ή αντιδρά με φοβικότητα, η Τουρκία διευρύνει τις απαιτήσεις της.

Το έχω ξαναπεί, δεν αμφισβητώ τον πατριωτισμό κανενός. Αλλά κάποιοι στην Ελλάδα, καλοπροαίρετοι θα πω εγώ, με καλή διάθεση, επαναλαμβάνουν ουσιαστικά τα επιχειρήματα της Τουρκίας. Είναι μια σχολή σκέψης που μας λέει να δείξουμε κατανόηση και στις “εύλογες” ανησυχίες της Τουρκίας. Μας λένε ότι έχει και η Τουρκία δικαιώματα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Και ότι η Τουρκία αντιδρά με προκλήσεις, γιατί εμείς την κάνουμε να νοιώθει περικυκλωμένη. Μα το Αιγαίο είναι κατάσπαρτο από ελληνικά νησιά! Η γεωγραφία είναι αυτή που επιβάλλει τη συνέχεια του ελληνικού χώρου! Κανείς δεν απέκλεισε την Τουρκία από το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και κανείς δεν αρνήθηκε τα δικαιώματά της στις περιοχές αυτές. Τα δικαιώματα εκείνα, βεβαίως, που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο, από τις Συνθήκες, από τη γεωγραφία την ίδια! Άλλο επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι εμείς επιδεικνύουμε μαξιμαλισμό. Ότι θέλουμε να εξαντλήσουμε τα όσα προβλέπει η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, χωρίς πνεύμα συμβιβασμού. Μα, ασφαλώς, όπως καταδεικνύεται και στο βιβλίο, σε κάθε διαπραγμάτευση πας με το μέγιστο των όσων προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο! Η διεθνής σκηνή, η εξωτερική πολιτική, είναι σκληρή και όλα τα κράτη προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη τους. Και αυτό ακριβώς οφείλει να κάνει και η Ελλάδα.

Αλλά και η θεωρία ότι, όσο περνάει ο καιρός, η θέση μας επιδεινώνεται ή ότι δεν αξιοποιούμε και τα λίγα που θα μπορούσαμε να έχουμε με την προσδοκία των πολλών είναι, επίσης, καινοφανής. Τα ζητήματα αυτά είναι ζωτικά για τη χώρα μας και τα οφέλη ή οι επιπτώσεις από την έκβασή τους θα συνοδεύουν την Ελλάδα στο διηνεκές. Δεν είναι λύση το να τα υπονομεύσουμε μακροπρόθεσμα, για να κερδίσουμε το όποιο όφελος τώρα. Λέγεται, μάλιστα, ότι ο χρόνος λειτουργεί εναντίον μας, ότι όσο δεν λύνουμε το ένα, η Τουρκία προσθέτει συνεχώς νέες διεκδικήσεις. Όμως το πακέτο των τουρκικών διεκδικήσεων ήταν και είναι ενιαίο. Μπορεί να το ξεδιπλώνει σταδιακά, αλλά η στόχευση ήταν και είναι πάντα η ίδια. Και αυτήν την στόχευση μάς την περιγράφει ευθαρσώς το όραμα της Γαλάζιας Πατρίδας που κωδικοποιεί τις διαχρονικές διεκδικήσεις της Τουρκίας. Επομένως, δεν θα ήταν λιγότερες οι διεκδικήσεις αυτές, αν συμβιβαζόμασταν και τις σταματούσαμε κάπου στο χρόνο. Αντιθέτως, χρειαζόμαστε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική, στα χνάρια αυτής που περιγράφεται στο βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα, προκειμένου να αναχαιτίσουμε κάποια στιγμή τις βλέψεις της Τουρκίας και να δρέψουμε από τη διαπραγμάτευση τα μέγιστα δυνατά οφέλη για την πατρίδα μας.

Κάποιοι πάλι λένε για συνεκμετάλλευση. Αλλά συνεκμετάλλευση πού; Σε όλο το Αιγαίο; Ή συνεκμετάλλευση, εφόσον θα είναι όλα σαφώς οριοθετημένα με βάση το Διεθνές Δίκαιο, εκεί και μόνον εκεί που ενδεχομένως συμπίπτουν τα όριά μας, αν και εφόσον επιβάλλεται από τα ευρήματα, και με βάση τα αντίστοιχα ποσοστά;

Το ζήτημα, όμως, γενικά, είναι άλλο. Είναι το πώς διαβάζουμε την Τουρκία. Γιατί το πώς διαβάζουμε την Τουρκία είναι εκείνο που θα υπαγορεύσει και το πώς θα πρέπει να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις που τίθενται από τις πρακτικές της Άγκυρας. Και εδώ πιστεύω ότι από κάποιους, τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας, γίνεται λάθος ανάγνωση της Τουρκίας. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι το αν θα κάνουμε αυτήν ή εκείνη την παραχώρηση, αυτόν ή εκείνο τον συμβιβασμό, προκειμένου να επικρατήσει επιτέλους η ειρήνη και η συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών. Η σωστή ανάγνωση της Τουρκίας, η οφθαλμοφανής, η αυταπόδεικτη, είναι ότι είναι μια χώρα αναθεωρητική, όπως αναλύεται διεξοδικά και στο βιβλίο. Η Τουρκία μάς το λέει με χίλιους δυο τρόπους.

Μάς το λέει συνεχώς. Ότι αυτό που την ενδιαφέρει είναι να αλλάξει το καθεστώς στην περιοχή. Να διορθώσει τις “αδικίες” που θεωρεί ότι έχουν γίνει ιστορικά εις βάρος της. Είναι μια χώρα, βασικός, διαχρονικός, στόχος της οποίας είναι η ηγεμονία στην περιοχή. Πλέον, όμως, έχει ντύσει τις πάγιες επιδιώξεις της και με έναν θεωρητικό μανδύα, αυτόν της Γαλάζιας Πατρίδας που από εδώ και στο εξής θα διδάσκεται και στη νέα γενιά της Τουρκίας στα σχολεία. Η Γαλάζια Πατρίδα μάς λέει από μόνη της τι επιδιώκει η Τουρκία. Δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά. Ας δούμε μόνο τον χάρτη της Γαλάζιας Πατρίδας και θα καταλάβουμε. Και ο λόγος που η Τουρκία κλιμακώνει τις προσπάθειές της τα τελευταία χρόνια είναι γιατί θεωρεί ότι τώρα την ευνοεί το διεθνές περιβάλλον.

Η μεταπολεμική αρχή του απαραβιάστου των συνόρων βάλλεται πλέον από παντού. Ακούγεται παράδοξο, αλλά εύγλωττο παράδειγμα της επικίνδυνης τροπής που παίρνουν πλέον τα πράγματα είναι ότι έχει ανοίξει συζήτηση ακόμα και για επαναχάραξη των συνόρων των ΗΠΑ με ενσωμάτωση της Γροιλανδίας και του Καναδά. Επιπλέον, το διεθνές περιβάλλον έχει γίνει περισσότερο πολύ-πολικό, δίνει μεγαλύτερη ευχέρεια δράσης σε περιφερειακούς δρώντες, ενώ ταυτόχρονα η Τουρκία διακρίνει την απροθυμία των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παρέμβουν δυναμικά στην περιοχή. Και αυτές οι εκτιμήσεις της Άγκυρας δεν αφορούν μόνο τη χώρα μας. Η Τουρκία εισβάλλει και παρεμβαίνει παντού στη γειτονιά μας.

Ηχηρός μάρτυρας των προθέσεων της Τουρκίας είναι η ανάμειξή της στις εξελίξεις στη Συρία. Είναι εξωφρενικό ότι η ίδια η Άγκυρα παραδέχθηκε ότι οι εξελίξεις αυτές δρομολογήθηκαν ως απάντηση στην άρνηση του προηγούμενου συριακού καθεστώτος να συναποφασίσει το μέλλον της χώρας του με την Τουρκία. Και είναι ακριβώς αυτό ενδεικτικό του πώς βλέπει η Τουρκία το ρόλο της και το μέλλον της στην περιοχή.

Αναθεωρητικό και ηγεμονικό, αλλάζοντας δηλαδή την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και επιφυλάσσοντας ηγετικό ρόλο για τον εαυτό της, με γειτονικά κράτη δορυφόρους ή – στην καλύτερη περίπτωση – κράτη που θα συναποφασίζουν με την Τουρκία όσα εσωτερικά τους ζητήματα θεωρεί η Άγκυρα ότι την αφορούν. Το ίδιο καταδεικνύει και η ανάμειξη της Τουρκίας στη Λιβύη. Με δική της παρέμβαση, έκλινε η πλάστιγγα υπέρ της μίας παράταξης των εμπολέμων, με αποτέλεσμα η Τρίπολη να εξαρτάται πλέον από την Τουρκία, κάτι που οδήγησε, ως γνωστόν, και στο εντελώς παράλογο και παράνομο Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί η Άγκυρα και σε ότι αφορά το Αιγαίο, τη Θράκη και την Κύπρο, όπου απαιτεί να συναποφασίζει με την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία.

Ειδικά για τον άξονα Θράκης – Αιγαίου – Κύπρου, ο οποίος αποτελεί τον προμαχώνα του Ελληνισμού και τον οποίο επιχειρεί να διεμβολίσει η Γαλάζια Πατρίδα, το βιβλίο κάνει συγκεκριμένες προτάσεις. Μέτρα για τη Θράκη αναπτυξιακά και δημογραφικής ενίσχυσης, αλλά και εξουδετέρωσης της επικίνδυνης τουρκικής επιρροής. Μέτρα αναπτυξιακά και ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας για τα νησιά του Αιγαίου, αλλά και επιστροφής σε αυτά των μόνιμων κατοίκων τους ή των απογόνων τους. Και αμυντική ενίσχυση της Κύπρου, αλλά και μια λύση του Κυπριακού που δεν θα την καθιστά όμηρο της Τουρκίας και Δούρειο Ίππο της Άγκυρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ιδιαίτερη επισήμανση γίνεται στο γεγονός ότι η μεγάλη επιτυχία του 2004 ήταν η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι η ένταξη της Κύπρου του Σχεδίου Ανάν που θα την καθιστούσε εξαρτώμενη από την Τουρκία. Και άρα η δυνατότητα να αξιοποιήσει η Κύπρος την ένταξή της για την ενίσχυση της γεωπολιτικής της θέσης και για μια καλύτερη λύση του Κυπριακού.

Ορθότατα εξηγεί ο Βαληνάκης ότι δεν διαβάζουν σωστά την Τουρκία όσοι επαναλαμβάνουν ότι η Άγκυρα μάς απειλεί για εσωτερική κατανάλωση και ότι επιθυμεί και εκείνη την ειρήνη και τη σταθερότητα. Αυτός ο εφησυχασμός είναι που συνιστά την αδράνεια στην εξωτερική πολιτική. Γιατί υποτιμώντας την πολύ πραγματική απειλή οδηγεί στην αυταπάτη ότι, με τον διάλογο με την Άγκυρα, τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και κάποιες υποχωρήσεις, θα αποφύγουμε τις εντάσεις ή και τον πόλεμο. Όμως δεν είναι μονόδρομος το ψευτοδίλλημα διάλογος και υποχωρήσεις ή πόλεμος. Ο Βαληνάκης αναλύει και έναν άλλο δρόμο. Μια συνολική, διεκδικητική στρατηγική, για την υπεράσπιση των ελληνικών συμφερόντων και για την αποκόμιση του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους από τη διαπραγμάτευση. Με αρωγό την ταυτόχρονη ισχυροποίηση της θέσης της Ελλάδας τόσο γεωπολιτικά όσο και με μακροπρόθεσμο, συνεπή και σοβαρό σχεδιασμό στρατιωτικής αποτροπής και αμυντικής θωράκισης.

Και θέλω εδώ να επισημάνω κάποια σημεία που αφορούν τις τακτικές που προτείνει ο Βαληνάκης. Το πρώτο αφορά το διάλογο με την Τουρκία. Εξηγεί διεξοδικά ότι έχει επιχειρηθεί η δαιμονοποίηση της υπεράσπισης των συμφερόντων μας και της αποκόμισης κέρδους από τη διαπραγμάτευση. Και αυτό κινδυνεύουμε να μας σύρει σε έναν διάλογο, χωρίς δικές μας επιδιώξεις και χωρίς δική μας ατζέντα. Επικεντρωμένοι αποκλειστικά στο να αποκρούσουμε την παράλογη και παράνομη τουρκική ατζέντα, βρισκόμαστε συνεχώς σε θέση άμυνας. Συγχρόνως, τονίζει ότι τα λεγόμενα «ήρεμα νερά» δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, καθώς δεν πρόκειται να έχουν διάρκεια, εφόσον δεν συνοδευτούν από την κατάλληλη δική μας στρατηγική για την αντιμετώπιση των τουρκικών βλέψεων. Και αυτό γιατί, για την Τουρκία, εξασφαλίζουν απλά το χρόνο που χρειάζεται για να επιτύχει αυτά που επιδιώκει από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση και να επανέλθει ενισχυμένη με την ίδια επιθετικότητα εναντίον μας. Γι’ αυτό οφείλουμε να αξιοποιήσουμε τα λεγόμενα “ήρεμα νερά”, προκειμένου να εφαρμόσουμε μια στρατηγική για ανάσχεση της τουρκικής επιθετικότητας, ζητώντας προς αυτήν την κατεύθυνση ανταλλάγματα από την Τουρκία μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ και ενισχύοντας, στο ίδιο διάστημα, τη στρατιωτική αποτροπή μας.

Το δεύτερο σημείο που θα ήθελα να επισημάνω είναι οι προτάσεις του βιβλίου για την αξιοποίηση των συμμαχιών μας. Ένας διάλογος που επικεντρώνεται εκ μέρους μας αποκλειστικά στο διμερές επίπεδο και δεν αξιοποιεί τη θέση μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις σχέσεις μας με τις ΗΠΑ οδηγεί σαφώς σε εγκατάλειψη ενός μεγάλου πλεονεκτήματός μας και λειτουργεί προς όφελος της Τουρκίας. Αντιθέτως, είναι ζωτικής σημασίας να αναδεικνύεται συνεχώς η απειλή που σαφέστατα αποτελεί η Τουρκία έναντι της εδαφικής μας ακεραιότητας, όπως άλλωστε εκφράζεται συνεχώς από την ίδια, αλλά και με το casus belli. Πολλώ δε μάλλον όταν όλη η Δύση έχει συστρατευτεί σε ένα σύσσωμο αγώνα στο πλευρό της Ουκρανίας, μιας χώρας εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΝΑΤΟ. Υπό αυτό το πρίσμα, και οποιαδήποτε ένταξη της Τουρκίας στα αμυντικά σχήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αδιανόητη. Η σοβαρότητα της απειλής που αντιμετωπίζουμε μετριέται από εταίρους και συμμάχους και από τη δική μας αποφασιστικότητα και θα πρέπει να αναδεικνύεται από εμάς, με τρόπο απόλυτο και χωρίς το σύμπλεγμα ότι δήθεν είμαστε συνεχώς ο «ενοχλητικός» εταίρος.

Το τελευταίο σημείο που θα ήθελα να τονίσω είναι η σημασία της αμυντικής μας θωράκισης που αναλύεται στο βιβλίο. Αυτή δεν θα πρέπει να εξαρτάται από τις κατά καιρούς και χωρίς έρεισμα αισιόδοξες εκτιμήσεις για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Δυστυχώς, η Τουρκία είναι και θα είναι ένας δύσκολος γείτονας. Και, για την Ελλάδα, η ανάγκη αποτροπής είναι αδιαπραγμάτευτη, όπως είναι και η ανάγκη ετοιμότητας ακόμη και για το πιο αδιανόητο σενάριο, αυτό της σύγκρουσης. Και, φυσικά, κανένας απολύτως λόγος δεν μπορεί να γίνεται περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών μας. Αντιθέτως, υπογραμμίζεται ότι τα όποια σενάρια εφησυχασμού «εκπαιδεύουν» και την ελληνική κοινωνία στο να υποτιμά την απειλή και να θεωρεί τους εξοπλισμούς και τη στρατιωτική θητεία ως ένα περιττό βάρος. Και αυτό είναι μια πολυτέλεια που η Ελλάδα δεν την έχει.

Γίνεται επίσης στο βιβλίο αναφορά σε μια σειρά από εμβληματικές πρωτοβουλίες που ανελήφθησαν από την κυβέρνησή μας. Ανατρέποντας το μέχρι τότε δόγμα της ακινησίας στο θέμα ΑΟΖ έως ότου βρισκόταν λύση με την Τουρκία, και προκρίνοντας την άμεση διαπραγμάτευση για οριοθέτηση ΑΟΖ με όλους τους γείτονές μας, αφήνοντας την Τουρκία για το τέλος. Επιπλέον, ορίζοντας ως αντικείμενο της διαπραγμάτευσης την ευρύτερη έννοια της ΑΟΖ έναντι της μέχρι τότε περιοριστικής έννοιας αποκλειστικά της υφαλοκρηπίδας, όπως άλλωστε προέκυπτε και από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Οι οριοθετήσεις αυτές θα έφερναν την Ελλάδα πολύ κοντά στο στόχο της απόκτησης ΑΟΖ τέσσερεις φορές μεγαλύτερης από τη σημερινή εδαφική έκταση της Ελλάδας, και θα ασκούσαν πίεση στην Τουρκία. Μέχρι το 2009, μετρούσαμε ήδη μια συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αλβανία, με απόλυτη εφαρμογή των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, και είμασταν πολύ κοντά σε συμφωνία με τη Λιβύη. Παράλληλα, καταβλήθηκαν προσπάθειες, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την αναγνώριση μιας Ευρωπαϊκής ΑΟΖ και για από κοινού κινητοποίηση των ακτοφυλακών των κρατών μελών της Μεσογείου, σε περιπτώσεις κρίσεων στις ΑΟΖ τους. Προς αυτήν την κατεύθυνση, συνεπικουρούσε και η «Ομάδα της Ελιάς» που είχε δημιουργηθεί με ελληνική πρωτοβουλία, δηλαδή η ομάδα των κρατών μελών της Μεσογείου που συντόνιζαν τις προσπάθειές τους σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ένας ακόμα κρίκος, όπως λέει και ο Βαληνάκης, στην αλυσίδα αυτή του σχεδίου μας έναντι της Τουρκίας, ήταν και η αποκλειστικά ελληνική πρωτοβουλία για τη δημιουργία της FRONTEX. Η τότε μεταναστευτική κρίση αξιοποιήθηκε, ώστε να συνειδητοποιηθεί από τους Ευρωπαίους εταίρους μας ότι τα ελληνικά νοτιοανατολικά σύνορα είναι σύνορα Ευρωπαϊκά. Με αυτήν την αφορμή, δρομολογήθηκε και η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ακτοφυλακής, για τη φύλαξη των συνόρων αυτών. Ο επόμενος κρίκος ήταν η προσπάθεια που οδήγησε στην εισαγωγή του Άρθρου 42.7 στη Συνθήκη της Λισαβώνας, με τη ρήτρα αμοιβαίας άμυνας απέναντι σε εξωτερικές απειλές. Και, ακόμη, οι διαβουλεύσεις για την εγκατάσταση γαλλικής ναυτικής βάσης στη Λέρο, με σκοπό γαλλικά πολεμικά σκάφη να περιπολούν στην περιοχή για τη φύλαξη των ελληνικών, και άρα Ευρωπαϊκών, συνόρων. Αυτές οι πρωτοβουλίες και άλλες πολλές είναι μάρτυρες μιας «κινητικότητας» προς τη σωστή κατεύθυνση, την κατεύθυνση μιας διεκδικητικής στρατηγικής υπεράσπισης των ελληνικών δικαιωμάτων και συμφερόντων.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς φύσει απαισιόδοξος για να διαπιστώσει ότι ο ορίζοντας στην διεθνή σκηνή είναι βαριά συννεφιασμένος. Συγκρούσεις και αστάθεια τείνουν να γίνουν ο κανόνας στη διεθνή ζωή. Αιματηροί πόλεμοι ξεσπούν όλο και συχνότερα, ακόμα και σε ευρωπαϊκό έδαφος. Το απαραβίαστο των συνόρων δεν υφίσταται πλέον. Οι συνοριακές μεταβολές από αδιανόητες καθίστανται βήμα – βήμα θέμα ρεαλιστικής συζήτησης. Η προσφυγή στην βία αντιμετωπίζεται με τρόπο ολοένα και πιο αποδεκτό. Στον πολυ-πολικό κόσμο που αναδύεται, οι σταθερές που γνωρίζαμε για πολλές δεκαετίες δεν ισχύουν πλέον. Μεσαίοι παίκτες βρίσκουν χώρο να προβάλλουν αξιώσεις, εδαφικές ή άλλες, εις βάρος άλλων κρατών. Το Διεθνές Δίκαιο είναι σε υποχώρηση και ο ΟΗΕ πιο αδύναμος από ποτέ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ημιπαράλυτη, με εμφανές έλλειμμα ηγεσίας, στρατηγικής και βούλησης άγεται και φέρεται με κίνδυνο ακόμα και την πολιτική και κοινωνική της αποσταθεροποίηση.

Είναι σε αυτό το δυσμενές τοπίο που η πατρίδα καλείται να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της και να διεκδικήσει τα δίκαιά της. Απέναντι σε ένα γείτονα που μεθοδικά και συστηματικά επιχειρεί να ανατρέψει το υφιστάμενο καθεστώς, όπως προβλέπεται από την Συνθήκη της Λωζάννης, το Δίκαιο της Θάλασσας ή άλλες διεθνείς συμφωνίες, να επιβάλλει τον ηγεμονικό του ρόλο στην ευρύτερη περιοχή και που δεν διστάζει να απειλεί και ενίοτε να καταφεύγει στην χρήση βίας. Δεν είναι μόνο δική μου η αγωνία για τα μελλούμενα. Παρεμφερείς απόψεις διατυπώνουν ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, ο πρώην Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ο κορυφαίος της ελληνικής διπλωματίας Πρέσβυς Πέτρος Μολυβιάτης και πολλοί άλλοι από όλο το πολιτικό ή ακαδημαϊκό φάσμα.

Σε αυτόν το δύσκολο κόσμο, τον γεμάτο προκλήσεις και κινδύνους, καλούμαστε να διαφυλάξουμε την πατρίδα και τον Ελληνισμό, την εδαφική μας ακεραιότητα, τα συμφέροντα της χώρας μας στην ευρύτερη περιοχή, να αποτρέψουμε αποτελεσματικά επιθετικές διαθέσεις άλλων και να διασφαλίσουμε ένα καλύτερο μέλλον στις γενιές Ελλήνων που έρχονται. Για να τα επιτύχουμε αυτά οφείλουμε να βάλουμε στην άκρη τις μεμψιμοιρίες, την μικροπολιτική, την διχόνοια και να βρούμε την δύναμη να προτάξουμε ενωμένοι τον καλύτερό μας εαυτό. Με όραμα, στρατηγική και ομοψυχία».

Πηγή: pagenews.gr

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP ΤΟΥ PAGENEWS PAGENEWS.gr - App Store PAGENEWS.gr - Google Play

Το σχόλιο σας

Loading Comments