Η εκεχειρία στη Γάζα πυροδοτεί τη βία στη Δυτική Όχθη
Πηγή Φωτογραφίας: Stratfor, The Regional Implications of the Gaza Ceasefire
Από τις 20 Ιανουαρίου, ο ισραηλινός στρατός έχει επιβάλλει ανεπίσημα απαγορεύσεις κυκλοφορίας στα παλαιστινιακά χωριά al-Funduk και Jinsafut. Τεθωρακισμένα οχήματα των Δυνάμεων Άμυνας του Ισραήλ (IDF) περιπολούν στους έρημους δρόμους τους. Στις εξόδους άλλων πόλεων και χωριών της Δυτικής Όχθης, σχηματίζονται μεγάλες ουρές οχημάτων που περιμένουν επί ώρες να περάσουν τους ελέγχους στα ισραηλινά σημεία ελέγχου.
Η επίσημη δικαιολογία των IDF για την καταστολή αυτή είναι τα περιστατικά πυροβολισμών και μαχαιρωμάτων που έχουν σημειωθεί τις τελευταίες εβδομάδες, στη Δυτική Όχθη και στο Τελ Αβίβ, και οι εκρήξεις εκρηκτικών μηχανισμών που ήταν κρυμμένοι στους δρόμους και προκάλεσαν τον θάνατο και τον τραυματισμό Ισραηλινών πολιτών και στρατιωτών.
Ωστόσο, η πραγματική αιτία ήταν οι ταραχές που προκάλεσαν Ισραηλινοί έποικοι, οι οποίοι εξοργίστηκαν με την επιστροφή Παλαιστινίων κρατουμένων που απελευθερώθηκαν στο πλαίσιο της συμφωνίας μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς για την κατάπαυση του πυρός στη Γάζα. Τα χωριά al-Funduk και Jinsafut αποτέλεσαν τους βασικούς στόχους των εποίκων, οι οποίοι πυρπόλησαν αυτοκίνητα και κτίρια στις 20 Ιανουαρίου. Οι δυνάμεις ασφαλείας καθυστέρησαν να επέμβουν και να απωθήσουν τους επιτιθέμενους εποίκους.
Την επόμενη ημέρα, δύο ισραηλινές ταξιαρχίες, υπό την κάλυψη μη επανδρωμένων αεροσκαφών και ελικοπτέρων, έφτασαν στην Τζενίν, την κυριότερη παλαιστινιακή πόλη στη βόρεια Δυτική Όχθη. Στην Τζενίν σημειώνονται συγκρούσεις εδώ και πολύ καιρό, ωστόσο τους τελευταίους μήνες οι δυνάμεις ασφαλείας της Παλαιστινιακής Αρχής έχουν δώσει σκληρές μάχες προκειμένου να αποκαταστήσουν την τάξη. Τώρα, οι Δυνάμεις Άμυνας του Ισραήλ, που έχουν επιτεθεί δύο φορές στην Τζενίν τους τελευταίους 20 μήνες, επέστρεψαν, σε μια ακόμη επίδειξη ισχύος. Αξιωματούχοι ασφαλείας του Ισραήλ αρνούνται ότι η επιχείρηση είχε στόχο τον κατευνασμό των εποίκων. Υποστηρίζουν ότι η επιχείρηση αποφασίστηκε στη βάση πληροφοριών ότι η Χαμάς προσπαθεί να ανοίξει ένα νέο μέτωπο στη Δυτική Όχθη.
«Είμαστε αποφασισμένοι τόσο να πολεμήσουμε τη Χαμάς οπουδήποτε επιχειρεί να δράσει όσο και να αποτρέψουμε την άσκηση βίας από Ισραηλινούς πολίτες», επιμένει ανώτερος Ισραηλινός αξιωματικός. Ωστόσο, αυτές οι δύο «αποστολές» δεν μπορούν να συνδυαστούν τόσο εύκολα. Πολλοί Ισραηλινοί στρατιώτες είναι έποικοι, κάποιοι εξ αυτών δε έχουν συμμετάσχει στις ταραχές.
Εν τω μεταξύ, το κίνημα των εποίκων δεν έχει κρύψει την επιθυμία του να ανοικοδομήσει τις κοινότητές του στη Γάζα, τις οποίες διέλυσε το Ισραήλ το 2005. Για να το επιτύχει αυτό, θέλει να συνεχιστεί ο πόλεμος στο Ισραήλ επ’ αόριστον, ώστε να διαιωνιστεί και ο ισραηλινός έλεγχος στον παλαιστινιακό θύλακο. Μια ανάφλεξη στη Δυτική Όχθη θα βοηθούσε.
Η κλιμάκωση της βίας στην περιοχή θα μπορούσε να υπονομεύσει τον επόμενο γύρο των συνομιλιών για τη συνέχιση της εκεχειρίας. Θα μπορούσε επίσης να προκαλέσει επιθέσεις της Χαμάς κατά των δυνάμεων των IDF στη Γάζα.
Η άσκηση πολιτικής πίεσης στον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει. Ένας από τους ηγέτες του κινήματος των εποίκων είναι ο Μπεζαλέλ Σμότριχ, σημαντικός σύμμαχος στον κυβερνητικό συνασπισμό του Νετανιάχου. Εάν το Ισραήλ δεν ξαναρχίσει τον πόλεμο στη Γάζα εντός έξι εβδομάδων, έχει δεσμευτεί να ανατρέψει την κυβέρνηση.
Όλα αυτά εγείρουν το ερώτημα αν θα μπορέσει να διατηρηθεί η εκεχειρία και μετά την τρέχουσα πρώτη φάση. Σε μεγάλο βαθμό αυτό θα εξαρτηθεί από τον Ντόναλντ Τραμπ. Κι αυτό γιατί, τις τελευταίες εβδομάδες πριν αναλάβει την προεδρία των ΗΠΑ, ο Τραμπ άσκησε ισχυρές πιέσεις στον Νετανιάχου να αποδεχθεί τη συμφωνία με τη Χαμάς. Αλλά κατά τις πρώτες ώρες του στο Λευκό Οίκο ακύρωσε τις κυρώσεις που είχε επιβάλει η κυβέρνηση Μπάιντεν σε ορισμένους Ισραηλινούς εποίκους.
Εν τω μεταξύ, ορισμένοι από τους ανθρώπους που τοποθέτησε ο Τραμπ σε διπλωματικές θέσεις-κλειδιά, όπως ο νέος υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, και ο επόμενος πρεσβευτής των ΗΠΑ στο Ισραήλ, Μάικ Χάκαμπι, έχουν υποστηρίξει στο παρελθόν τις κινήσεις εποικισμού του Ισραήλ στη Δυτική Όχθη. Επίσης, κατά την ακρόασή της στη Γερουσία στις 21 Ιανουαρίου, η εκλεκτή του Τραμπ για τη θέση της επόμενης πρέσβειρας των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Έθνη, Ελίζ Στεφάνικ, επανέλαβε τη θέση της για «βιβλικό δικαίωμα του Ισραήλ σε ολόκληρη τη Δυτική Όχθη».
Ωστόσο, η εντύπωση ανώτερων Ισραηλινών αξιωματούχων και διπλωματών που συνεργάζονται με τους Αμερικανούς είναι ότι ο κ. Τραμπ θέλει να δώσει προτεραιότητα στην οικοδόμηση μιας περιφερειακής συμμαχίας, στην οποία το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία θα έχουν κεντρικό ρόλο. Ο τερματισμός του πολέμου στη Γάζα αποτελεί βασική προϋπόθεση οποιουδήποτε τέτοιου σχεδίου.
Αυτό θέτει τον κ. Νετανιάχου σε δύσκολη πολιτική θέση. Ο Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, πρώην υπουργός Εθνικής Ασφάλειας και ηγέτης ενός από τα δύο ακροδεξιά κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού του Νετανιάχου, αποχώρησε ήδη από την κυβέρνηση σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη συμφωνία της Γάζας. Εάν ο κ. Σμότριχ πραγματοποιήσει επίσης τις απειλές του, ο συνασπισμός του Νετανιάχου θα χάσει την πλειοψηφία στην Κνεσέτ. Η αντιπολίτευση έχει υποσχεθεί να τον στηρίξει μέχρι να ολοκληρωθεί η περίοδος της συμφωνηθείσας κατάπαυσης του πυρός, αλλά εν τέλει μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών.
Ο Νετανιάχου αντιμετωπίζει επίσης αυξανόμενες εκκλήσεις για αναλάβει τις ευθύες του για την αποτυχημένη αντίδραση της ισραηλινής ηγεσς στην πρόβλεψη της αιματηρής επίθεσης της Χαμάς τον Οκτώβριο του 2023, που πυροδότησε τον πόλεμο. Στις 21 Ιανουαρίου, ο αρχηγός του γενικού επιτελείου του Ισραηλινού Στρατού, Αντιστράτηγος Χέρτσι Χαλέβι, ανακοίνωσε την παραίτησή του, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για το μακελειό. Ο άνθρωπος που ηγούνταν του Ισραήλ όμως, εξακολουθεί να αρνείται να το κάνει. Μια έκρηξη βίας στη Δυτική Όχθη δε, θα τον βοηθούσε να αναβάλει τη μοιραία μέρα που θα κληθεί να λογοδοτήσει.
Πηγή: Pagenews.gr
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας