EDITOR'S PICK

Από την υπερτιμολόγηση έργων μέχρι την πλαστογραφία- Οι διαβόητες υποθέσεις στο εμπόριο τέχνης

Από την υπερτιμολόγηση έργων μέχρι την πλαστογραφία- Οι διαβόητες υποθέσεις στο εμπόριο τέχνης

Πηγή Φωτογραφίας: Pixabay//Από την υπερτιμολόγηση έργων μέχρι την πλαστογραφία- Οι διαβόητες υποθέσεις στο εμπόριο τέχνης

Ο Μπουβιέ ενεπλάκη σε μια μακρά και πολυδιάστατη δικαστική διαμάχη με τον ρώσο ολιγάρχη Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ, μεταξύ άλλων ιδιοκτήτη του Σκορπιού και της ποδοσφαιρικής Μονακό, ο οποίος κατηγόρησε επανειλημμένα τον Μπουβιέ για απάτη και εξαπάτηση

Το σύμπαν της τέχνης κάποιες φορές κρύβει σκοτεινές πρακτικές και αθέμιτες κινήσεις, οι οποίες επηρεάζουν τόσο την αξία όσο και την αντίληψή μας για τα έργα που καταξιώνονται ως «αριστουργήματα». Ενα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της αθέατης πλευράς του art world είναι η πολύκροτη υπόθεση του ελβετού εμπόρου τέχνης Ιβ Μπουβιέ.

Ο Μπουβιέ ενεπλάκη σε μια μακρά και πολυδιάστατη δικαστική διαμάχη με τον ρώσο ολιγάρχη Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ, μεταξύ άλλων ιδιοκτήτη του Σκορπιού και της ποδοσφαιρικής Μονακό, ο οποίος κατηγόρησε επανειλημμένα τον Μπουβιέ για απάτη και εξαπάτηση, δημιουργώντας έτσι ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στον εικαστικό κόσμο. Συγκεκριμένα, ο Ριμπολόβλεφ κατηγόρησε τον Μπουβιέ ότι του πουλούσε έργα τέχνης με τεράστια υπερτιμολόγηση, παρά τη δική του πεποίθηση ότι θα έπρεπε να λειτουργεί ως σύμβουλος και αντιπρόσωπός του. Από την πλευρά του, ο Μπουβιέ ισχυρίζεται ότι ποτέ δεν υπήρξε σύμβουλος, αλλά ελεύθερος έμπορος, που καθόριζε τις τιμές κατά την κρίση του σύμφωνα με το BHMAgazino και την Μαριλένα Αστραπέλλου.

Το 2015 ο Μπουβιέ συνελήφθη στο Μονακό με κατηγορίες που οδήγησαν σε ένα σκάνδαλο γνωστό ως «Monaco-gate», όταν αποκαλύφθηκε ότι ο Ριμπολόβλεφ φέρεται να δωροδόκησε αξιωματούχους για να αποδοθούν κατηγορίες στον Μπουβιέ. Παράλληλες προσπάθειες να τον διώξουν ποινικά στη Σιγκαπούρη απέτυχαν επίσης. Το 2019, δικαστής στο Μονακό έκρινε ότι η υπόθεση είχε διεξαχθεί μεροληπτικά, παραβιάζοντας τα δικαιώματα του Μπουβιέ. Αργότερα, στην Ελβετία, μια απόφαση ανέτρεψε προηγούμενη καταδικαστική κρίση και η υπόθεση επανεξετάστηκε.

Τελικά, τον Δεκέμβριο του 2023, ο εισαγγελέας της Γενεύης έκλεισε την υπόθεση λόγω έλλειψης στοιχείων, αν και τα διαδικαστικά έξοδα, ύψους 100.000 ελβετικών φράγκων, βαρύνουν τον Μπουβιέ. Tην ίδια εποχή πραγματοποιήθηκε εμπιστευτική συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών. Η πολυσυζητημένη υπόθεση περιλάμβανε επίσης μία δίκη στις ΗΠΑ εναντίον των Sotheby’s που ο Ριμπολόβλεφ κατηγορούσε ότι βοήθησαν τον Μπουβιέ να υπερτιμολογήσει έργα τέχνης, όπως λ.χ. το εμβληματικό «Salvator Mundi» του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Το εν λόγω έργο αγοράστηκε από τον Μπουβιέ για περίπου 80 εκατομμύρια δολάρια και πουλήθηκε στον Ριμπολόβλεφ για 127, ενώ στη συνέχεια δημοπρατήθηκε για το εξωφρενικό ποσό των 450 εκατομμυρίων. Aλλά και σε αυτή την περίπτωση ο Ριμπολόβλεφ δεν δικαιώθηκε σύμφωνα με το BHMAgazino και την Μαριλένα Αστραπέλλου.

Το όνομα του Μπουβιέ έχει εμπλακεί και σε μια υπόθεση που περιλαμβάνει καταγγελίες για κλοπή έργων του Πάμπλο Πικάσο. Διότι το 2015 η Kατρίν Ιτάν-Μπλε, θετή κόρη του Πικάσο (θυγατέρα της Ζακλίν Ροκ, τελευταίας συζύγου του ζωγράφου), κατηγόρησε τον Μπουβιέ για την «εξαφάνιση» έργων τέχνης από μια αποθήκη στη Γαλλία, όπου είχαν τοποθετηθεί από τον συνεργάτη του Μπουβιέ, Ολιβιέ Τομά – μάλιστα δύο από αυτά τα έργα πωλήθηκαν από τον Μπουβιέ στον Ριμπολόβλεφ το 2013 για το ποσό των 28,5 εκατ. δολαρίων, συγκεκριμένα δύο πορτρέτα της μητέρας της Ζακλίν.

Οι έρευνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υπήρξαν νομικές ατασθαλίες γύρω από την ιδιοκτησία και τις πωλήσεις αυτών των έργων. Το 2017, το γαλλικό δικαστήριο έκλεισε την υπόθεση κλοπής εναντίον του Μπουβιέ, ενώ το 2024 νέες αποκαλύψεις και στοιχεία ανέδειξαν πιθανά εγκλήματα που αφορούσαν τη μεταπώληση έργων του Πικάσο χωρίς την απαραίτητη έγκριση. Η έρευνα αυτή συνεχίζεται, με τον Μπουβιέ να κατηγορείται για ανακριβείς εκτιμήσεις και παραποίηση των στοιχείων ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με τις τελευταίες ειδήσεις, ο Μπουβιέ και ο Τομά θα «αναγκαστούν» να περάσουν από δίκη στη Γαλλία σύμφωνα με το BHMAgazino και την Μαριλένα Αστραπέλλου.

Private jets και ηλεκτρονικά βραχιολάκια

Η περίπτωση του σήμερα 37χρονου Aμερικανού Ινιγκο Φίλμπρικ δεν απέκτησε ποτέ την ίδια δημοσιότητα γιατί δεν ενεπλάκησαν τόσο ηχηρά ονόματα στις υποθέσεις του. Ο Φίλμπρικ ήταν ένας νεαρός έμπορος τέχνης που είχε αναδειχθεί ραγδαία στον χώρο των εικαστικών, ιδρύοντας γκαλερί στο Λονδίνο και στο Μαϊάμι σε ηλικία μόλις 24 ετών. Ωστόσο, η ανέλιξή του συνοδεύθηκε από αθέμιτες πρακτικές, καθώς παραπλανούσε επενδυτές και αγοραστές, φουσκώνοντας τις αξίες έργων τέχνης και πουλώντας τα σε πολλαπλούς αγοραστές. Ο Φίλμπρικ χρησιμοποίησε σύνθετες χρηματοοικονομικές συμφωνίες, όπως δάνεια και εγγυήσεις, για να εξασφαλίσει έργα τέχνης και στη συνέχεια τα πουλούσε ή τα υποθήκευε σε άλλους επενδυτές – πολλές φορές σε φουσκωμένες τιμές.

Οι επιχειρήσεις του στηρίζονταν σε απατηλές πρακτικές, όπως η πώληση ποσοστών ενός έργου τέχνης που ξεπερνούσαν συνολικά το 100% σε ανυποψίαστους επενδυτές, η χρήση των έργων ως εγγύηση για δάνεια χωρίς να ενημερώνονται οι συνιδιοκτήτες και η παραποίηση εγγράφων για να αυξήσει τεχνητά την αξία των έργων. Μάλιστα, σε ένα συμβόλαιο φέρεται να χρησιμοποίησε κλεμμένη ταυτότητα ως όνομα πωλητή, σύμφωνα με το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ.

Αυτές οι απάτες χρηματοδότησαν την τρυφηλή ζωή του Φίλμπρικ, η οποία περιλάμβανε ταξίδια με ιδιωτικά αεροσκάφη και κατανάλωση πανάκριβων κρασιών, που κόστιζαν έως και 5.000 στερλίνες το μπουκάλι. Οι εισαγγελείς πιστεύουν ότι ήταν ενεργός μεταξύ 2016 και 2019 και ότι ανάμεσα στα έργα τέχνης που βρέθηκαν στο πολύπλοκο δίκτυό του ήταν και ο πίνακας του Ζαν-Μισέλ Μπασκιά «Humidity» (1982).

Το 2022 καταδικάστηκε σε επταετή φυλάκιση για τις πράξεις του και διατάχθηκε να καταβάλει αποζημιώσεις ύψους 86.672.790 δολαρίων. Οταν τον ρώτησε ο δικαστής γιατί διέπραξε αυτά τα εγκλήματα, εκείνος έδωσε μια αφοπλιστική απάντηση: «Για τα χρήματα, κύριε δικαστά». Aφέθηκε ελεύθερος στις αρχές του 2024 και είναι ενεργός στο Instagram, όπου μέχρι πρότινος ανέβαζε περήφανος φωτογραφίες του με το ηλεκτρονικό βραχιολάκι στο πόδι σύμφωνα με το BHMAgazino και την Μαριλένα Αστραπέλλου.

Οι φάμπρικες των πλαστών και οι ερασιτέχνες

Οταν μιλάμε για σκάνδαλα και απάτες στον κόσμο της τέχνης, δεν γίνεται να μην κάνουμε αναφορά σε περιπτώσεις πλαστογραφίας, με τη Knoedler Gallery να αποτελεί ίσως το πιο διαβόητο παράδειγμα. Η υπόθεση αυτή, που δύσκολα θα ξεχάσουμε, καταγράφηκε με γλαφυρότητα στο ντοκιμαντέρ του Netflix με τίτλο «Made You Look: A True Story About Fake Art» (2020).

Η ιστορία είναι γνωστή: Μία από τις πιο φημισμένες γκαλερί τέχνης παγκοσμίως, διάσημη για τη διαχείριση αυθεντικών έργων, βρέθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 να πουλά πίνακες που υποτίθεται ότι ανήκαν σε κορυφαίους καλλιτέχνες του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, όπως ο Τζάκσον Πόλοκ και ο Μαρκ Ρόθκο. Τα έργα αυτά προμηθεύθηκε η διευθύντρια της γκαλερί Aν Φρίντμαν από την έμπορο τέχνης Γκλαφίρα Ροσάλες, η οποία υποστήριζε ότι προέρχονταν από έναν ανώνυμο ελβετό συλλέκτη. Στην πραγματικότητα, όμως, επρόκειτο για πλαστά, δημιουργίες του κινέζου καλλιτέχνη Πέι-Σεν Τσιαν.

Να μην ξεχνάμε, βέβαια, και τα δικά μας, καθώς στην εκπνοή του 2024 η Ελληνική Αστυνομία εξάρθρωσε κύκλωμα πλαστογράφησης έργων τέχνης στη Θεσσαλονίκη, εντοπίζοντας συνολικά 930 πίνακες ελλήνων ζωγράφων όπως ο Φασιανός, ο Μυταράς, ο Παρθένης κ.ά. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, αποτράπηκε η δημοπράτηση 123 πλαστών έργων και συνελήφθησαν τρία άτομα, ενώ εκτός από την υποτιθέμενη γκαλερί εντοπίστηκαν και τρία εργαστήρια κατασκευής πλαστών πινάκων. Επιπλέον, βρέθηκαν και άλλα έργα τέχνης, η γνησιότητα και η προέλευση των οποίων ερευνώνται.

Τον περασμένο Νοέμβριο, ένα ακόμη σκάνδαλο συγκλόνισε τον κόσμο της τέχνης, αυτή τη φορά με επίκεντρο την Ιταλία. Στη χώρα κατασχέθηκαν πάνω από 2.000 πλαστογραφημένα έργα διάσημων καλλιτεχνών, όπως ο Αντι Γουόρχολ, ο Μαρκ Σαγκάλ και ο Πάμπλο Πικάσο, έπειτα από μια συντονισμένη έρευνα των ιταλικών αρχών. Ανάμεσα στους πλαστούς πίνακες βρέθηκαν και έργα του βρετανού street artist Banksy, αρκετά από τα οποία έφεραν τη σφραγίδα «Dismaland», αναφορά στο δυστοπικό θεματικό πάρκο που δημιούργησε ο Banksy στην Αγγλία το 2015 σύμφωνα με το BHMAgazino και την Μαριλένα Αστραπέλλου.

Η έρευνα αποκάλυψε την ύπαρξη ενός εκτεταμένου δικτύου πλαστογράφων που λειτουργούσαν σε εργαστήρια σε Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία και Βέλγιο. Το δίκτυο αυτό συνεργαζόταν με οίκους δημοπρασιών και γκαλερί προκειμένου να διοχετεύει τα πλαστά έργα στην αγορά.

Ο ρώσος ολιγάρχης Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ μπροστά από δύο πίνακες του Πικάσο που αγόρασε από τον Μπουβιέ και θεωρείται ότι έχουν κλαπεί από την Κατρίν Ιτάν-Μπλε. Photo AFP-Visualhellas

Επιπλέον, κατασχέθηκαν χιλιάδες πλαστά πιστοποιητικά και σφραγίδες γνησιότητας. Σημαντικό ρόλο στην επαλήθευση των πλαστών έργων έπαιξε ο Στέφανο Αντονέλι, επικεφαλής του Banksy Study Centre and Archive Foundation. Ο Αντονέλι συνέταξε λεπτομερείς εκθέσεις, οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν στις επερχόμενες νομικές διαδικασίες.

Τον ίδιο μήνα, σημειώθηκε μια αποτυχημένη κλοπή έργων τέχνης στην Ολλανδία με στόχο τέσσερις μεταξοτυπίες από τη σειρά έργων «Reigning Queens» (1985) του Αντι Γουόρχολ (πρόκειται για πορτρέτα τεσσάρων βασιλισσών). Οι δράστες χρησιμοποίησαν εκρηκτικό μηχανισμό για να εισβάλουν στην γκαλερί MPV στην πόλη Οστερβάικ της νότιας Ολλανδίας και να κλέψουν τέσσερις σπάνιες υπογεγραμμένες εκτυπώσεις από τη σειρά, που προορίζονταν να εκτεθούν στη φουάρ PAN Amsterdam στα τέλη Νοεμβρίου.

Η κλοπή απέτυχε παταγωδώς: δύο έργα βρέθηκαν παρατημένα στον δρόμο γιατί είχαν υποστεί ζημιές, όμως τα άλλα δύο παραμένουν άφαντα, και εκείνα προφανώς «τραυματισμένα», καθώς αποσπάστηκαν βίαια από τις κορνίζες τους. Η κλοπή έγινε σίγουρα από ερασιτέχνες, οι οποίοι παράτησαν τα έργα γιατί δεν χωρούσαν στο αυτοκίνητό τους(!). Η υπόθεση απλώς ανέδειξε τους κινδύνους της αποθήκευσης και έκθεσης ευαίσθητων έργων τέχνης και τις προκλήσεις προστασίας τους. Παρά τη σύλληψη ενός υπόπτου, η τύχη των κλαπέντων έργων – του πορτρέτου της Ελισάβετ Β’ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Μαργαρίτας Β’ της Δανίας – παραμένει αβέβαιη σύμφωνα με το BHMAgazino και την Μαριλένα Αστραπέλλου.

Πιάνοντας κορόιδο τον Χέρμαν Γκέρινγκ

Ωστόσο, η απληστία δεν είναι ή, τουλάχιστον, δεν ήταν πάντα το κίνητρο για την εξαπάτηση από τους επιτηδείους. Υπήρχε, για παράδειγμα, η περίπτωση του Χαν φαν Μέγκερεν (1889-1947), ενός ολλανδού ζωγράφου ο οποίος υπήρξε ένας γνήσιος, παλαιάς κοπής απατεώνας του κόσμου της τέχνης, γνωστός για τη δημιουργία πλαστών έργων του συμπατριώτη του Γιοχάνες Βερμέερ. Η περίπτωσή του συνιστά μία από τις πιο δραματικές απάτες του 20ού αιώνα και έχει γίνει αντικείμενο μελέτης. Ο Φαν Μέγκερεν είχε ξεκινήσει την καριέρα του ως καλλιτέχνης, όμως οι πρώτες του απόπειρες δεν απέφεραν την επιτυχία που περίμενε.

Η καλλιτεχνική του σταδιοδρομία ήταν γεμάτη απογοητεύσεις, καθώς το έργο του δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ούτε από τους κριτικούς αλλά ούτε και από το κοινό. Στην προσπάθειά του να εκδικηθεί την κατεστημένη τέχνη, αποφάσισε να επιδοθεί στη δημιουργία ψεύτικων έργων που θα αποδίδονταν στον Βερμέερ, ο οποίος εκτός από ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της Χρυσής Εποχής της ολλανδικής ζωγραφικής (1584-1702) είναι γνωστός και για τον πολύ περιορισμένο αριθμό έργων που φιλοτέχνησε (και για τον ακόμα μικρότερο αριθμό αυτών που επιβίωσαν).

Ο Μέγκερεν το κατάφερε και μάλιστα με πανηγυρικό τρόπο. Οταν το 1937 παρουσιάστηκε ο πίνακάς του «Δείπνο στους Εμμαούς» (1936-37) στον Αμπραχαμ Μπρέντιους, έναν διάσημο ολλανδό ιστορικό τέχνης εξιδεικευμένο στην πιστοποίηση των έργων του Βερμέερ, εκείνος εντυπωσιάστηκε, αναφωνώντας: «Είναι πολύ διαφορετικός από όλους τους άλλους πίνακές του, αλλά κάθε εκατοστό του φέρει την αναμφίβολη υπογραφή του Βερμέερ». Την άποψή που ενστερνίστηκαν και άλλοι ειδικοί επί του θέματος, γιατί ο Μπρέντιους ήταν ο απόλυτος κριτής, ο «Πάπας» του είδους, οπότε είχε και το συνεπακόλουθο αλάθητο. Ηταν να μη γίνει η αρχή για τον Μέγκερεν, ο οποίος άρχισε να παράγει «έργα του Βερμέερ» και να τα πουλά σε πλούσιους συλλέκτες.

Οταν οι Σύμμαχοι απελευθέρωσαν τελικά την Ολλανδία το 1945, ο Φαν Μέγκερεν συνελήφθη, αλλά όχι επειδή αποκαλύφθηκε η απάτη του. Κατηγορούνταν για τη συνεργασία του με τους Ναζί, διότι είχε πουλήσει ψεύτικο πίνακα και στον υψηλόβαθμο αξιωματούχο Χέρμαν Γκέρινγκ. Βέβαια, το ότι ήταν ψεύτικο το έργο αναγκάστηκε να το ομολογήσει ενώπιον του δικαστηρίου για να μην καταδικαστεί σε θάνατο για τη συνεργασία του με τον εχθρό σύμφωνα με το BHMAgazino και την Μαριλένα Αστραπέλλου.

Εφθασε δε να θεωρηθεί και εθνικός ήρωας επειδή είχε καταφέρει να εξαπατήσει τον Γκέρινγκ, καθώς είχε ανταλλάξει τον πλαστό πίνακα με σχεδόν 200 έργα ολλανδών ζωγράφων. Ωστόσο, για να αποδειχθούν οι ισχυρισμοί του έπρεπε να ζωγραφίσει ενώπιον της αστυνομίας έναν «Βερμέερ» δικής του φτιαξιάς, πράγμα το οποίο και έκανε για να γλιτώσει τα χειρότερα (όσοι είχαν συνεργαστεί με τους Ναζί καταδικάζονταν στην εσχάτη των ποινών). Τελικά φυλακίστηκε για περίπου έναν χρόνο για την πλαστογραφία του και η ιστορία του απέκτησε διαστάσεις θρύλου. Το γεγονός ότι κατάφερε να εξαπατήσει σημαντικούς ιστορικούς τέχνης και συλλέκτες επισημαίνει τις αδυναμίες και τα κενά στη διαδικασία πιστοποίησης της αυθεντικότητας των έργων τέχνης.

Ο ιθαγενής «Πικάσο του Βορρά»

Ο Νορβάλ Μορισό (1932-2007) υπήρξε ένας ιδιαίτερα επιδραστικός αυτόχθονας καλλιτέχνης του Καναδά, γνωστός ως ο «Πικάσο του Βορρά», χάρη στο ιδιαίτερο ζωγραφικό του ιδίωμα που συνδύαζε ινδιάνικες παραδόσεις με ευρωπαϊκές επιρροές. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ενώ πάλευε με τη νόσο του Πάρκινσον, βρέθηκε στο επίκεντρο ενός τεράστιου σκανδάλου πλαστογραφίας τέχνης που επηρέασε την κληρονομιά του. Ηδη από το 1991 ο Μορισό είχε παραπονεθεί δημοσίως ότι επιτήδειοι «έκλεβαν» τη δουλειά του, όμως η καναδική αστυνομία δεν ανέλαβε ποτέ δράση για να ερευνήσει τους ισχυρισμούς του.

Παρά τις διαμαρτυρίες του, τα πλαστά έργα συνέχιζαν να πλημμυρίζουν την αγορά, και μάλιστα σε μεγάλες ποσότητες και διαστάσεις, και να πωλούνται σε δημοπρασίες και γκαλερί με ψευδή πιστοποιητικά αυθεντικότητας. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Μορισό και η νομική του ομάδα άρχισαν να αναλαμβάνουν δράση, στέλνοντας επιστολές σε γκαλερί και δημοπρασίες για να τους ενημερώσουν για τις πλαστογραφίες. Ωστόσο, η επιδείνωση της υγείας του καλλιτέχνη και η δημόσια αμφισβήτηση της ικανότητάς του να πιστοποιεί τα έργα του λόγω του Πάρκινσον περιέπλεξαν την κατάσταση.

Οι πλαστογραφίες συνεχίστηκαν μετά τον θάνατό του. Πριν από περίπου μία δεκαετία ξεκίνησε μια συντονισμένη έρευνα η οποία υποστηρίχθηκε από συλλέκτες που συνειδητοποίησαν ότι είχαν εξαπατηθεί, ενώ το ντοκιμαντέρ με τίτλο «There Αre Νo Fakes» (2019) του Τζέιμι Κάστνερ έφερε το θέμα στην επιφάνεια. Μόλις πριν από δύο χρόνια εξαρθρώθηκε τελικά το κύκλωμα, στο οποίο συμμετείχε και ένας ανιψιός του Μορισό.

Πηγή: pagenews.gr

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP ΤΟΥ PAGENEWS PAGENEWS.gr - App Store PAGENEWS.gr - Google Play

Το σχόλιο σας

Loading Comments