Ο ινδοπακιστανικός πόλεμος του μπασμάτι συνεχίζεται
![Ο ινδοπακιστανικός πόλεμος του μπασμάτι συνεχίζεται](https://cdn.pagenews.gr/wp-content/uploads/2025/02/Screenshot-2025-02-12-161446-768x348.jpg)
Πηγή Φωτογραφίας: crazehot / ythisnews / reddit // Ο ινδοπακιστανικός πόλεμος του μπασμάτι συνεχίζεται
Το πολυπόθητο σε όλον τον κόσμο ρύζι μπασμάτι και ένα από τα πιο πολύτιμα αγροτικά προϊόντα, τόσο της Ινδίας όσο και του Πακιστάν, παράγεται στις περιοχές των ποταμών που πηγάζουν από τα Ιμαλάια και βρίσκονται στα σύνορα των δύο χωρών.
Γνωστό και ως «αρωματικό μαργαριτάρι», οφείλει τη μοναδική γεύση και το άρωμά του στα ιδιαίτερα συστατικά των εδαφών στα οποία καλλιεργείται. Ωστόσο ανάμεσα στις δύο χώρες, που ιστορικά βρίσκονται σε αντιπαλότητα, μαίνεται επίσης ένας πόλεμος τιμών στις εξαγωγές του ρυζιού, με αποτέλεσμα οι αγρότες να επωμίζονται τις επιπτώσεις. Ο ανταγωνισμός εντάθηκε στα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου μετά την άρση της ελάχιστης τιμής (minimum export price) από την Ινδία και αμέσως μετά από το Πακιστάν, που πουλά πλέον το ρύζι του σε χαμηλότερες τιμές, καταλαμβάνοντας μεγαλύτερο μερίδιο της διεθνούς αγοράς σε βάρος των ινδών εξαγωγέων.
Αυτή η απότομη πτώση των τιμών έχει καταστρέψει πολλούς ινδούς αγρότες στις πολιτείες Χαριάνα και Παντζάμπ, σύμφωνα με την ινδική εφημερίδα The Sunday Guardian, που προσθέτει ότι η κατάσταση επιδεινώνεται από την υπερπροσφορά. Πρόπερσι, όταν οι τιμές ήταν ευνοϊκές, πολλοί αγρότες αύξησαν τις καλλιεργούμενες με μπασμάτι εκτάσεις, με αποτέλεσμα η κρίση να βαθαίνει καθώς τα αποθέματα συσσωρεύονται στα mandis (τοπικές αγορές) με τους εξαγωγείς και τους ορυζόμυλους να αγοράζουν τώρα λιγότερες ποσότητες. Στις προκλήσεις προστίθενται και οι εντάσεις στη Μέση Ανατολή, καθώς το Ισραήλ και το Ιράν είναι δύο σημαντικοί καταναλωτές του ινδικού ρυζιού Μπασμάτι. Οι ινδοί εξαγωγείς ρυζιού φοβούνται για περαιτέρω απώλειες, καθώς η αναταραχή στις μεταφορές και η αύξηση των ναύλων αποθαρρύνουν τις παραγγελίες των εμπόρων.
Στο μεταξύ η Ινδία έχει υποβάλει αίτηση στην Ευρωπαϊκή Ενωση και πιέζει να λάβει το δικό της ρύζι μπασμάτι το αποκλειστικό εμπορικό σήμα γεωγραφικής ένδειξης, πράγμα που όμως προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση του Πακιστάν, το οποίο ισχυρίζεται ότι το ρύζι αποτελεί μέρος της κοινής κληρονομιάς των δύο χωρών. Οπως όμως επισημαίνει η εφημερίδα The Washington Post, πολλοί φοβούνται ότι η πραγματική απειλή αγνοείται από τους ηγέτες και των δύο εθνών. Καθώς οι αναλυτές προβλέπουν ότι η διεθνής ζήτηση για το ρύζι μπασμάτι θα διπλασιαστεί τα επόμενα χρόνια –φτάνοντας το 2032 περίπου στα 27 δισ. δολάρια– αγρότες και γνώστες του ρυζιού λένε ότι η αυθεντική ποικιλία του ρυζιού μπασμάτι είναι στα πρόθυρα της εξαφάνισης. Σύμφωνα με τον ινδικό κυβερνητικό οργανισμό APEDA, μια ποικιλία ρυζιού είναι επιλέξιμη για να ονομαστεί Μπασμάτι εάν –μεταξύ άλλων παραμέτρων– έχει ελάχιστο μέσο μήκος προμαγειρεμένου αλεσμένου ρυζιού 6,61 mm και μέσο πλάτος προμαγειρευμένου αλεσμένου ρυζιού έως 2 mm
![](https://cdn.pagenews.gr/wp-content/uploads/2025/02/India-Pakistan-Basmati.jpg)
Πρόκειται, λοιπόν, για μακρύ λεπτόκοκκο ρύζι πολύ αρωματικό, ακόμη δε και το όνομά του, «basmati», σύμφωνα με το λεξικό της Οξφόρδης, στα χίντι σημαίνει κυριολεκτικά «ευωδιαστό». «Υπάρχει αυτή η ιδιαίτερη στιγμή, όταν σηκώνεις το καπάκι της κατσαρόλας σου και βγαίνει ο ατμός. Γίνεται μια έκρηξη μέσα στη μύτη σου. Σε μεθάει», είπε στην Washington Post ο Μοχάμαντ Ναουάζ, ένας 37χρονος πακιστανός σεφ. Ωστόσο τα περισσότερα ρύζια μπασμάτι δεν το προκαλούν πια αυτό, έστω και αν φέρουν τη σχετική ένδειξη την ετικέτα, αλλά κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πότε ακριβώς άρχισε να αλλάζει αυτό. «Οι νέοι αγρότες έχουν χάσει την παραδοσιακή γνώση για το πώς να διατηρούν τη γενετική καθαρότητα», δήλωσε ο Ντεμπάλ Ντεμπ, ένας οικολόγος που συνεργάζεται με ινδούς αγρότες για τη διατήρηση των αυτόχθονων σπόρων.
Χαρακτήρισε, δε, την αντιπαράθεση για το αν το μπασμάτι ανήκει στην Ινδία ή το Πακιστάν «πλήρη σπατάλη ενέργειας και από τις δύο πλευρές». Τη δεκαετία του 1980, για λόγους εμπορικούς, ινδοί και πακιστανοί αγρότες άρχισαν να καλλιεργούν ποικιλίες που ωρίμαζαν πιο γρήγορα και είχαν μεγαλύτερες αποδόσεις, τους έλειπε, όμως, ο χαρακτηριστικός πλούτος στο άρωμα και τη γεύση του μπασμάτι. Τις επόμενες δεκαετίες οι μικρές φάρμες έδωσαν τη θέση τους σε μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις, ακολούθησαν επίσης ταχύτεροι κύκλοι συγκομιδής, συντομότερη επεξεργασία και υποβάθμιση του εδάφους –εν μέρει λόγω της κλιματικής αλλαγής–, με αποτέλεσμα ένα λιγότερο αρωματικό ρύζι. Αλλά οι νέες ποικιλίες είναι φθηνότερες και μαγειρεύονται πιο εύκολα στο σπίτι.
Το πιο σημαντικό, δε, σύμφωνα με τους εξαγωγείς, είναι ότι οι περισσότεροι πελάτες στη Δύση δεν μπορούν να διακρίνουν τη διαφορά… Στη Λαχόρη, και σε αυτή τη γεωργική ζώνη της Νότιας Ασίας, πολλοί πιστεύουν ότι το αληθινό ρύζι μπασμάτι εξαφανίζεται σιωπηλά. «Εχουμε συμβιβαστεί με τον ορισμό», δήλωσε ο Φαϊζάλ Χασάν, ο πατέρας του οποίου έγινε εθνικός ήρωας στο Πακιστάν όταν βοήθησε στη δημιουργία μιας δημοφιλούς ποικιλίας μπασμάτι τη δεκαετία του 1960, «Αυτό είναι αυτοκτονικό», τόνισε. Από το Παντζάμπ στον κόσμο όλο Το μπασμάτι είναι βαθιά ριζωμένο στην περιοχή του Παντζάμπ, η οποία σήμερα περιλαμβάνει μια πολιτεία στην Ινδία και μια γειτονική επαρχία του Πακιστάν.
Πρώιμες μορφές του μπορεί να είχαν καλλιεργηθεί στο μέρος αυτό πριν από 2.000 χρόνια, ανακάλυψαν οι αρχαιολόγοι, ενώ γραπτές αναφορές στο ρύζι εμφανίζονται ήδη από τον 16ο αιώνα, όταν η Αυτοκρατορία των Μουγκάλ (Μογγόλοι) κυβέρνησε σε μεγάλο μέρος της ινδικής υποηπείρου. «Ηταν το φαγητό αυτοκρατόρων και βασιλιάδων», είπε ο πακιστανός εξαγωγέας ρυζιού Ράτζα Αρσλάν Ουλάχ Καν. Τη δεκαετία του 1930, η αποικιακή κυβέρνηση της Βρετανίας στην Ινδία αναγνώρισε επίσημα την πρώτη τυποποιημένη ποικιλία μπασμάτι, η οποία είχε ερευνηθεί σε ένα τμήμα της περιοχής, που θα γινόταν η πακιστανική επαρχία Παντζάμπ όταν η Βρετανική Ινδία διαμελίστηκε το 1947. Ωστόσο, το μπασμάτι δεν έγινε αμέσως διεθνής επιτυχία. Οι αρχικοί εισαγωγείς ήταν ως επί το πλείστον από τη Μέση Ανατολή, όπου ο κόσμος ενδιαφερόταν όλο και περισσότερο για το μπιριάνι (δημοφιλές πιάτο με ρύζι, σάλτσα κρεατικών ή θαλασσινών και μπαχαρικά) ή μετανάστες από τον Νότο της Ασίας στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από την αρχή, ωστόσο, η Ινδία και το Πακιστάν μάλωναν για το ποιος είχε το καλύτερο μπασμάτι και ποιος είχε το δικαίωμα να διεκδικήσει το όνομα. Στον Ινδο-Πακιστανικό πόλεμο του 1965, Πακιστανοί αγρότες κατηγόρησαν ινδούς στρατιώτες ότι έκλεψαν τους σπόρους τους. Η Ινδία στη συνέχεια κατηγόρησε τη γείτονά της ότι αντιγράφει τις πιο πολύτιμες ποικιλίες της. Τις τελευταίες δεκαετίες, η Ινδία έχει αναμφισβήτητα κερδίσει το πάνω χέρι στον αγώνα για την παγκόσμια κυριαρχία του μπασμάτι.
Οι ολοένα και πιο επιτυχημένες στρατηγικές μάρκετινγκ και οι πολιτικές εξαγωγών της έχουν ξεπεράσει αυτές του Πακιστάν, το οποίο «μπήκε αργά στον χορό», δήλωσε ο Σαμπούρ Αχμέντ, πακιστανός προμηθευτής ρυζιού στη Λαχώρη. Το Πακιστάν αναζητά ευκαιρίες για να καταλάβει μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς, όπως έκανε μετά το 2018, όταν οι ινδικές εξαγωγές στην Ευρώπη επηρεάστηκαν από τα νέα όρια της ΕΕ για τα φυτοφάρμακα. Αλλά «ας είμαστε ειλικρινείς: η ποικιλία τους είναι παρόμοια με τη δική μας», δήλωσε ο Γιογκρατζντίπ Σινγκ, υπεύθυνος στρατηγικού σχεδιασμού για το μπασμάτι στην Ινδία, «Γιατί τσακωνόμαστε για αυτό;» Στο μεταξύ οι παγκόσμιες προσπάθειες του Νέου Δελχί να κατοχυρώσει την ιδιοκτησία του μπασμάτι έχουν παραμείνει στάσιμες. Στην Ευρωπαϊκή Ενωση εκκρεμεί μια νομική υπόθεση της Ινδίας, ενώ η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία έχουν απορρίψει παρόμοιες νομικές αξιώσεις.
Μια κληρονομιά που χάνεται Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για το πόσο παραδοσιακό μπασμάτι εξακολουθεί να καλλιεργείται στο Πακιστάν, αλλά οι εξαγωγείς και οι ειδικοί συμφωνούν ότι η πλειονότητα του ρυζιού που παράγεται εδώ είναι πλέον από τις νεότερες ποικιλίες υψηλής απόδοσης, σημειώνει η εφημερίδα The Washington Post. Στην άλλη πλευρά των συνόρων, το Pusa Basmati 1121 ή PB 1121, ένα νεότερο στέλεχος αντιπροσώπευε περίπου το 70% του συνόλου του μπασμάτι που καλλιεργήθηκε στην πολιτεία Παντζάμπ της Ινδίας το 2019. Η τάση είναι απίθανο να αντιστραφεί. Σύμφωνα με μια μελέτη, οι αγρότες κέρδισαν κατά μέσο όρο 1.400 δολάρια ανά εκτάριο (10 στρέμματα) καλλιεργημένο με την ποικιλία PB 1121, ποσό υπερδιπλάσιο από τα 650 δολάρια που τους απέφεραν παλαιότερες ποικιλίες.
Ο ινδός οικολόγος Ντεμπάλ Ντεμπ διατηρεί τη δική του τράπεζα σπόρων ρυζιού, στο πλαίσιο ενός μικρού αλλά αναπτυσσόμενου κινήματος για τη διατήρηση του παραδοσιακού μπασμάτι. «Διατηρούμε τη γενετική καθαρότητα κάθε ποικιλίας», είπε, «και στη συνέχεια διανέμουμε τους σπόρους στους αγρότες δωρεάν». Πρόσθεσε, ακόμη, ότι απαιτούνται πιο εκτεταμένες προσπάθειες σε ολόκληρη την περιοχή για να διατηρηθεί η αρχική γεύση και το άρωμα των γηγενών ποικιλιών. Από την άλλη πλευρά των συνόρων, στο Πακιστάν, οι άνθρωποι λένε ότι το μπασμάτι θα έχει πάντα μια θέση στο τραπέζι τους, ακόμα και αν δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε. Οι λόγοι, οικονομικοί, αφού οι παραδοσιακές ποικιλίες κοστίζουν πολύ περισσότερο.
Πηγή: pagenews.gr
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας