Κινηματογραφικές πρεμιέρες -The Last Showgirl: Η Πάμελα Άντερσον στον δραματικό ρόλο που έψαχνε μια ζωή

Πηγή Φωτογραφίας: Διαδίκτυο//Κινηματογραφικές πρεμιέρες -The Last Showgirl: Η Πάμελα Άντερσον στον δραματικό ρόλο που έψαχνε μια ζωή
Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας η Πάμελα Άντερσον στη νέα ταινία της Τζία Κόπολα αποδεικνύει ότι είναι κάτι παραπάνω από μια σέξι ναυαγοσώστρια.
Μία ανατρεπτική φεμινιστική ταινία από τη Δανία, υποψήφια για το Διεθνές Όσκαρ θα σας θυμίσει τη δική μας «Φόνισσα», ένα στιβαρό σκηνοθετικό ντεμπούτο από το Βέλγιο εξετάζει τη σιωπή της κακοποίησης, ενώ ο βραβευμένος με BAFTA Νικ Χαμ εξιστορεί την ιστορία του Γουλιέλμου Τέλλου.
Οι κινηματογραφικές πρεμιέρες της Πέμπτης 27 Φεβρουαρίου
Το κορίτσι με τη Βελόνα (Pigen med nålen /The Girl with the Needle) Σκηνοθεσία: Μάγκνους φαν Χορν Παίζουν: Βικ Κάρμεν Σόνε, Τρίνε Ντίρχολμ, Μπεσίρ Ζετσίρι, Άβο Νοξ Μάρτιν, Γιοαχίμ Φιέλστρουπ, Τέσα Χόντερ
Περίληψη: Στη Δανία, λίγο πριν από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δυο γυναίκες προσπαθούν να επιβιώσουν, ενώ ταυτόχρονα θα μοιραστούν ένα σοκαριστικό μυστικό.
Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες λίγο πριν το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που άφησε την Ευρώπη σε μια κατάσταση σύγχυσης, η Καρολίνε, μια νεαρή εργάτρια, προσπαθεί να επιβιώσει σε μια Δανία που θυμίζει γοτθικό εφιάλτη. Πλέον δεν περιμένει τον άντρα της να γυρίσει από το μέτωπο, δεν έχει χρήματα για να πληρώσει το ενοίκιο του δωματίου στο οποίο ζει και πέφτει με ανακούφιση στην αγκαλιά του αφεντικού της για να εγκαταλειφθεί ξανά άστεγη, άνεργη και έγκυος, στρατιώτης σε έναν δικό της «μεγάλο πόλεμο», το ίδιο αιματηρό με αυτόν που διαδραματίζεται στα χαρακώματα. Κι ενώ προσπαθεί να κάνει άμβλωση με μια βελόνα στις δημόσιες τουαλέτες, η γνωριμία της με την Ντάγκμαρ Όβερμπι, μια ιδιοκτήτρια ζαχαροπλαστείου, που αναλαμβάνει παράνομες υιοθεσίες, θα αποβεί καθοριστική. Στο πλευρό της, η Καρολίνε θα βρει μια οικογένεια, μια μητέρα, μια σύντροφο και κυρίως τη γυναικεία αλληλεγγύη, που την κάνει να νιώθει πιο δυνατή. Σύντομα όμως, θα ανακαλύψει ότι η αλληλεγγύη έχει και σκοτεινές πλευρές.
Βασισμένος στην πραγματική ιστορία μιας φόνισσας βρεφών, που έδρασε τη δεκαετία του 1920, ο Μάγκνους φαν Χορν («Sweat»), ανιχνεύει τη θέση της γυναίκας μέσα σε έναν πατριαρχικό και γεμάτο ταξικές ανισότητες κόσμο. Κι ενώ το θέμα της αυτοδιάθεσης και των αμβλώσεων συνεχίζει να ταλανίζει ακόμα τις σύγχρονες κοινωνίες, ο Δανός σκηνοθέτης επιστρέφει στο παρελθόν, για να αποδείξει πως τα «τέρατα» είναι δημιουργήματα ενός κοινωνικού επί της ουσίας μηχανισμού. Ξεκινώντας από το δράμα μιας νεαρής γυναίκας που προσπαθεί να επιβιώσει, καταλήγει σε ένα τρομακτικό θρίλερ, για να αποτυπώσει τον εφιάλτη όχι μόνο της κεντρικής του ηρωίδας, αλλά κάθε γυναίκας.
Με μια εξαιρετική αισθητικής εξπρεσιονιστική ασπρόμαυρη φωτογραφία (Μάικλ Ντίμεκ) και την υποβλητική μουσική του Φρεντερίκε Χόφμαιερ, ακολουθεί τα χνάρια της πρωταγωνίστριάς του, σε έναν κόσμο ζοφερό και αφιλόξενο, στήνοντας ένα γκροτέσκ εφιάλτη, όπου το κακό παραμονεύει σε κάθε γωνία. Η εκμετάλλευση των γυναικών, σεξουαλική και κοινωνική, δεν είναι πλέον πρωτότυπο θέμα και γι’ αυτό ο φαν Χορν πέφτει στην παγίδα να κάνει τη διαφορά, επενδύοντας σε φρικιαστικές σκηνές, στα όρια του exploitation, δοκιμάζοντας τις αντοχές του θεατή. Η τρομακτική ομοιότητα που μπορεί να έχει η ασπρόμαυρη Δανία του 1920 με την σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία έρχεται σε δεύτερο πλάνο για να πάρει τα ηνία η ανάγκη του σκηνοθέτη να σοκάρει.
Η σπουδαία ηθοποιός Τρίνε Ντρίχολμ στον ρόλο της παιδοκτόνου ξέρει βέβαια να κρατάει τις ισορροπίες, και μαζί με τη Βικ Κάρμεν αποτελούν ένα ενδιαφέρον δίπολο, υποστηρίζοντας δυο αμφίσημους ρόλους, χωρίς να δικαιώνουν τις επιλογές των χαρακτήρων τους. Αντίθετα, τις αφήνουν εκτεθειμένες στα μάτια μας, και μαζί τους μια ολόκληρη κοινωνία, υπηρετώντας την πρόθεση του σκηνοθέτη τους, ακόμα κι όταν ο ίδιος ξεφεύγει σε υπερβολές.
The Last Showgirl
Σκηνοθεσία: Τζία Κόπολα Παίζουν: Πάμελα Άντερσον, Κίρναν Σίπκα, Μπρέντα Σονγκ, Μπίλι Λουρντ, Ντέιβ Μπαουτίστα, Τζέιμι Λι Κέρτις
Περίληψη: Μια χορεύτρια σε ένα σόου της πόλης που μετά από 30 ολόκληρα χρόνια στη σκηνή, θα πρέπει να αναθεωρήσει τη ζωή της.
Η Τζία Κόπολα (εγγονή του Φράνσις Φορντ Κόπολα) δίνει μια απρόσμενη ερμηνευτική ευκαιρία στην Πάμελα Άντερσον, που της χάρισε μια υποψηφιότητα Χρυσής Σφαίρας.
Η Σέλι, μια χορεύτρια σε ένα σόου του Λας Βέγκας, μετά από 30 ολόκληρα χρόνια στη σκηνή, καλείται να επανεφεύρει τη ζωή της και την ίδια της την ύπαρξη, όταν η παράσταση στην οποία δουλεύει θα κατέβει οριστικά. Η κολλητή της φίλη, Ανέτ, έχει ήδη εκδιωχθεί από το σόου και πλέον εργάζεται ως σερβιτόρα, απολαμβάνοντας τη νέα της κατάσταση. Η Σέλι όμως, που ζει για να χορεύει, πλέον αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει τις ικανότητες που απαιτεί η νέα εποχή, συν ότι, όπως της χτυπάει ένας παραγωγός, δεν θεωρείται πια σέξι και νέα. Προσπαθώντας να συνδέσει τα κομμάτια και να αποκαταστήσει τη σχέση της με την αποξενωμένη της κόρη, βιώνει μια δεύτερη ενηλικίωση επί της ουσίας, με συμπαραστάτη της τον πρώην της εραστή Έντι.
Η Κόπολα («Palo Alto», «Mainstream») βασίζεται στο θεατρικό έργο της Κέιτ Γκέρστεν «A body of work» και καταγράφει το τέλος μιας ολόκληρης εποχής και την έλευση ενός νέου κόσμου που «σκοτώνει τα άλογα όταν γεράσουν». Μέσα σε αυτό το παρηκμασμένα φαντεζί περιβάλλον, που αποτυπώνουν θαυμάσια τα κοστούμια της μητέρας της Τζακλίν ΛαΦοντέν Γκετί, η Κόπολα με μια γλυκόπικρη διάθεση και νοσταλγία κινηματογραφεί την ομορφιά της φθοράς, εστιάζοντας όχι μόνο στον ηλικιακό ρατσισμό που υφίστανται οι γυναίκες, αλλά γενικότερα στην εξέλιξη και τις θυσίες που απαιτεί.
Η Πάμελα Άντερσεν, μια ηθοποιός που πέρα από τη συμμετοχή της στο «Baywatch», δεν είχε να επιδείξει τίποτα άλλο, αφού αποσύρθηκε στην πατρίδα της στον Καναδά και αποφάσισε να απεκδυθεί την εικόνα της σέξι ναυαγοσώστριας, κυκλοφορώντας αμακιγιάριστη, έχει στα χέρια της ένα δώρο. Και το αξιοποιεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, κάνοντας μια πορσελάνινη ερμηνεία, εύθραυστη και βαθιά συγκινητική, για να καταλήξει σε ένα δυναμικό ξέσπασμα όπου φωνάζει πως αν και 57 χρονών, παραμένει όμορφη, αποθεώνοντας έτσι τη μοναδικότητα της γυναίκας και την αξία όσων σήμερα φαίνονται «παλιά ή ξεπερασμένα».
Βιττόρια (Vittoria)
Σκηνοθεσία: Αλεσάντρο Κασιγκόλι και Κέισι Κάουφμαν Παίζουν: Άννα Αμάτο, Μαριλένα Αμάτο, Νίνα Λορέντσα Τσιάνο, Τζενάρο Σκαρίκα, Βιντσέντσο Σκαρίκα
Περίληψη: Η Τζάσμιν είναι 40 ετών και έχει όλα όσα επιθυμούσε ποτέ. Τη στοιχειώνει όμως ένα επαναλαμβανόμενο όνειρο, όπου ένα νεαρό κορίτσι τρέχει στην αγκαλιά της, προσφέροντάς της μια νέα αίσθηση ολοκλήρωσης και ευτυχίας.
Ένα ευαίσθητο δράμα παραγωγής Νάνι Μορέτι, βασισμένο σε αληθινή ιστορία, απέσπασε τον Χρυσό Αλέξανδρο στο τμήμα Meet the Neighbors του φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Η Τζάσμιν είναι 40 ετών και έχει όλα όσα επιθυμούσε: έναν αφοσιωμένο σύζυγο, τρεις αγαπημένους γιους και ένα επιτυχημένο κομμωτήριο λίγο έξω από τη Νάπολη. Όμως, μετά από τον θάνατο του πατέρα της, αρχίζει να βλέπει επαναλαμβανόμενα ένα όνειρο, όπου ένα νεαρό κορίτσι τρέχει στην αγκαλιά της, προσφέροντάς της μια νέα αίσθηση ολοκλήρωσης και ευτυχίας, που δεν μπορεί να αγνοήσει. Ακολουθώντας αυτή τη μεταφυσική κατά βάση παρόρμηση, αποφασίζει να αποκτήσει την κόρη που πάντα επιθυμούσε. Έτσι, θα αρχίσει τις διαδικασίες υιοθεσίας για να βρεθεί μπλεγμένη στα γρανάζια μιας αδυσώπητης γραφειοκρατίας, που δεν της επιτρέπει να διαλέξει το φύλο του παιδιού. Παράλληλα, ρισκάρει τον γάμο της, την ευημερία των γιων της και τη δική της ηθική πυξίδα. Ολόκληρη η οικογένεια βρίσκεται σε κρίση, μέχρι να συνειδητοποιήσουν ότι ο μόνος δρόμος για να προχωρήσουν είναι μαζί.
Οι Αλεσάντρο Κασιγκόλι και Κέισι Κάουφμαν («Butterfly», «Californie») βασίζονται σε μια αληθινή ιστορία, και μάλιστα επιλέγουν ως ηθοποιούς τα πραγματικά πρόσωπά της, για να αποτυπώσουν με ντοκιμαντερίστικο ρεαλισμό τις δαιδαλώδεις διαδρομές της ανθρώπινης επιθυμίας, και ταυτόχρονα το κοινωνικό σύστημα που καθιστά τόσο δύσκολη μια πράξη αγάπης και προσφοράς. Μάλιστα, χρησιμοποιούν τους χώρους όπου διαδραματίστηκαν πολλά από τα γεγονότα που μας εξιστορούν, ακολουθώντας μια όσο το δυνατόν αληθινή απεικόνιση. Στην αρχή της ταινίας του, η Τζασμίν ωθούμενη κατά βάση από το όνειρό που τη στοιχειώνει, θα επισκεφτεί μια χαρτομάντισσα για να μάθει, αν θα αποκτήσει παιδιά. Αυτή η ανεξήγητη παρόρμησή της, την οδηγεί σε κάθε της βήμα και ίσως αυτή η παραδοξότητα ώθησε τους δυο δημιουργούς να φτιάξουν μια ταινία κι όχι ένα ντοκιμαντέρ, προσπαθώντας όχι τόσο να εξηγήσουν, αλλά να αποτυπώσουν ότι υπάρχουν κάποια ανεξήγητα γεγονότα, που ανατρέπουν τις ζωές μας.
Σε μια εποχή όπου ο ανθρωποκεντρισμός υπερισχύει, η περίπτωση της Μαριλένα Αμάτο είναι αν μη τι άλλο είναι αξιοπρόσεκτη και θα αρκούσε από μόνη της να μας συγκινήσει, αν οι δυο σκηνοθέτες δεν έπεφταν στην παγίδα να υπερδραματοποιούν τις καταστάσεις.
Η Τζούλι μένει σιωπηλή (Julie Zwijgt/(Julie Keeps Quiet)
Σκηνοθεσία: Λεονάρντο βαν Ντάιλ Παίζουν: Τέσα βαν ντεν Μπρουκ, Γκρέις Μπιό, Αλίσα Λορέτ, Ρουθ Μπεκάρτ, Κουέν Ντε Μπάου, Πιερ Ζερβέ, Κλερ Μπονσόν, Λοράν Καρόν
Περίληψη: Η νεαρή Τζούλι είναι μια κορυφαία αθλήτρια σε μια ακαδημία τένις. Όταν ο προπονητής της βρίσκεται κατηγορούμενος και τίθεται σε διαθεσιμότητα, όλοι οι συναθλητές της ενθαρρύνονται να μιλήσουν. Η Τζούλι ωστόσο αποφασίζει να μείνει σιωπηλή.
Σκηνοθετικό ντεμπούτο του Λεονάρντο Βαν Ντελ, που απέσπασε το βραβείο SACD («Société des Auteurs et Compositeurs») στο 77ο Φεστιβάλ Καννών, τον Αργυρό Αλέξανδρο σκηνοθεσίας και το Βραβείο «Ανθρώπινες Αξίες» της Βουλής των Ελλήνων στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ είναι υποψήφιο για το βραβείο LUX.
Η ζωή της Τζούλι, του πλέον ελπιδοφόρου ταλέντου μιας κορυφαίας ακαδημίας τένις του Βελγίου, περιστρέφεται γύρω από το άθλημα στο οποίο έχει αφοσιωθεί από παιδί. Ωστόσο, η καθημερινότητα στις τάξεις του συλλόγου κλονίζεται από την είδηση της αυτοκτονίας μιας νεαρής αθλήτριας. Μόλις ο προπονητής της Τζούλι βρεθεί στο στόχαστρο των Αρχών για παρενόχληση και τεθεί εκτός ακαδημίας με συνοπτικές διαδικασίες, όλα τα μέλη του κλαμπ ενθαρρύνονται να βγουν μπροστά και να μιλήσουν. Όμως η Τζούλι μένει σιωπηλή.
Πόσο δύσκολο είναι να μιλήσει κάποιος για τα τραύματα που έχει υποστεί; Πόσο ακριβά κοστίζει τελικά η σιωπή; Στο στιβαρό σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Βέλγος Λεονάρντο Βαν Ντελ έρχεται να θέσει ηχηρά ερωτήματα και όχι να δώσει εύκολες απαντήσεις, στήνοντας ένα αγωνιώδες ψυχολογικό θρίλερ, βασισμένο στις εκκωφαντικές σιωπές και τα οργισμένα μπαλάκια που πετάει η πρωταγωνίστριά του, η τενίστρια Τέσα φαν ντερ Μπρουκ.
Η Τζούλι λοιπόν είναι ένα κορίτσι που βιώνει την επώδυνη διαδικασία μιας ενηλικίωσης και την τραυματική εμπειρία μιας κακοποίησης, όμως η ίδια το μόνο που πλέον επιθυμεί είναι να μπει στην εθνική ομάδα και να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς της έχει συμβεί, παρακολουθούμε όμως τους αγώνες της, εντός και εκτός τερέν. Επηρεασμένος μεν από τους αδερφούς Νταρντέν, αλλά με έναν λυρισμό που ταιριάζει με την ευάλωτη ιδιοσυγκρασία της ηρωίδας του, ο Βέλγος δημιουργός την ακολουθεί, παρατηρώντας την εξ αποστάσεως. Ο ελληνικής καταγωγής διευθυντής φωτογραφίας Νικόλας Καρακατσάνης τη βυθίζει στις σκιές ως επί το πλείστον, για να γλυκάνει τα χρώματα και το φως, όταν βρίσκεται με τους φίλους της, ενώ ο Βαν Ντελ, αποφεύγοντας εντέχνως τον διδακτισμό και την ηθικολογία, καταγράφει την πορεία της, αφήνοντάς μας να αναρωτηθούμε τελικά γιατί ένα παιδί κρατάει το στόμα του κλειστό και πώς ο φαύλος κύκλος της κακοποίησης και της εκμετάλλευσης συνεχίζεται αενάως.
Πηγή: pagenews.gr
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας