Οικονομία

Πρόστιμα της Εφορίας σε λογιστές: Απόφαση – καταπέλτης από το ΣτΕ

Πρόστιμα της Εφορίας σε λογιστές: Απόφαση – καταπέλτης από το ΣτΕ

Πηγή Φωτογραφίας: Litili group, Deep & Valuable Insights into Judicial Decision Making

Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με πρόσφατη απόφαση, κλείνει τα «παράθυρα» για να αποφεύγουν λογιστές τα πρόστιμα για τη φοροδιαφυγή πελατών τους. Αυστηρή ερμηνεία της έννοιας του «παντελώς αμέτοχου»

Αντιμέτωποι με πολύ βαριά πρόστιμα για φοροδιαφυγή πελατών τους, χωρίς να έχουν νομική οδό για να αποφύγουν, βρίσκονται πλέον οι λογιστές, καθώς το Συμβούλιο της Επικρατείας, με μια εξαιρετικά σημαντική απόφαση, έκρινε οριστικά ότι οι λογιστές δεν μπορούν να απαλλάσσονται ως «παντελώς αμέτοχοι» στις πράξεις των επιχειρήσεων – πελατών τους.

Η Εφορία έχει προχωρήσει σε επιβολή βαρύτατων προστίμων σε λογιστές, που κρίθηκε ότι διευκόλυναν επιχειρήσεις σε φοροδιαφυγή, κυρίως σε υποθέσεις εικονικών τιμολογίων. Σε πρόσφατη περίπτωση επιβλήθηκε σε λογιστή πρόστιμο σχεδόν 650.000 ευρώ, επειδή κρίθηκε ότι ήταν συνυπεύθυνος για τη φοροδιαφυγή που διέπραξε ο πελάτης του και, σύμφωνα με τον νόμο, του επιβλήθηκαν οι ίδιες κυρώσεις, που καταλογίστηκαν και στην εταιρεία.

Μέχρι τώρα, υπήρξαν προσφυγές στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ κατά των προστίμων σε λογιστές, όμως όλες έχουν απορριφθεί. Δεν υπήρχε όμως, μέχρι πρόσφατα, νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας που θα ξεκαθαρίζει όλες τις νομικές παραμέτρους του θέματος και κυρίως το αν -και με ποιες προϋποθέσεις- μπορεί ένας λογιστής να κριθεί ως «παντελώς αμέτοχος» στις πράξεις του πελάτη του, ώστε να μην του επιβληθεί πρόστιμο.

Η απόφαση 282/2025 του ΣτΕ, που εκδόθηκε πρόσφατα, είναι ιδιαίτερα σημαντική, από αυτή την άποψη, καθώς ξεκαθαρίζει αυτά τα νομικά θέματα. Και μάλιστα το κάνει με πολύ αυστηρό, για τους λογιστές, τρόπο. Το ανώτατο δικαστήριο κρίνει ότι ένας λογιστής, που συνεργάζεται με μια επιχείρηση στην έκδοση εικονικών τιμολογίων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «παντελώς αμέτοχος», σύμφωνα με τον ορισμό της διάταξης του άρθρου 40 παρ. 3 του ν. 3220/2004.

Σε αυτή την υπόθεση, λογιστής είχε ζητήσει την αναίρεση απόφασης του Διοικητικού Εφετείου, το οποίο είχε κρίνει ότι καλώς η ΑΑΔΕ του επέβαλε πρόστιμο άνω των 326.000 ευρώ για υπόθεση έκδοσης πλαστών/εικονικών φορολογικών στοιχείων το 2003.

Σε αυτή την υπόθεση, κρίθηκε οριστικά το πώς ερμηνεύεται η έννοια του «παντελώς αμέτοχου» προσώπου. Το Εφετείο είχε απορρίψει την επιχειρηματολογία του λογιστή, ο οποίος υποστήριξε έπρεπε να υπαχθεί στη σχετική, απαλλακτική διάταξη του άρθρου 40 παρ. 3 του ν. 3220/2004, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι δεν είχε ο ίδιος εκδώσει τα πλαστά παραστατικά για την επιχείρησή του, αλλά αυτό έγινε από επιχείρηση τρίτου και ο ίδιος ο λογιστής απλώς ακολούθησε τις εντολές του πελάτη του, χωρίς να έχει οικονομικό όφελος.

Η κρίση του ΣτΕ Το ΣτΕ απέρριψε πλήρως αυτούς τους ισχυρισμούς, δημιουργώντας μια πολύ αυστηρή νομολογία, με βάση την οποία θα κρίνονται στο εξής οι παραβάσεις από λογιστές. Όπως αναφέρει στην απόφασή του,

— Από τις διατάξεις των 1, 2 και 12 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ. Π.Δ. 186/1992 Α’ 84) και των άρθρων 5 παρ. 1 και παρ. 10 περ. β’ ν. 2523/1997 συνάγεται ότι επιτρέπεται η επιβολή προστίμου και στις περιπτώσεις που οι παραβάσεις του Κ.Β.Σ. διενεργούνται από τρίτο πρόσωπο, το οποίο αποδεδειγμένα συμπράττει στις πράξεις ή στις παραλείψεις που έχουν ως συνέπεια τα βιβλία και στοιχεία των επιτηδευματιών να μην εμφανίζουν την πραγματική κατάσταση.

— Ως εκ τούτου, στην περίπτωση εκδόσεως εικονικού στοιχείου, το οποίο φέρεται ότι εκδόθηκε από οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση, για την οποία αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχη στη συγκεκριμένη συναλλαγή, κατά το άρθρο 40 παρ. 3 του ν. 3220/2004 (Α’ 15), η σχετική διοικητική κύρωση του προστίμου επιβάλλεται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται, ανεξάρτητα από το εάν αυτός έχει ή όχι την ιδιότητα του επιτηδευματία (πρβλ. ΣτΕ 3276/2014).

— Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 40 παρ. 3 του ν. 3220/2004, από την επιβολή των αναλογούντων φόρων, τελών και εισφορών και, γενικά, των κάθε είδους φορολογικών επιβαρύνσεων και διοικητικών κυρώσεων, που συνεπάγεται η έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων, απαλλάσσεται το πρόσωπο που φέρεται ότι ασκεί την επιχείρηση που έχει εκδώσει τα εικονικά στοιχεία και αποδεικνύει ότι είναι παντελώς αμέτοχο στη συγκεκριμένη συναλλαγή.

— Ως εκ τούτου, πρόσωπο, και μάλιστα, λογιστής, ο οποίος, καθ’ υπόδειξη άλλου προσώπου, κατασκεύασε-συμπλήρωσε και προμήθευσε πλαστά-εικονικά φορολογικά στοιχεία, για ανύπαρκτες συναλλαγές, τα οποία έχουν εκδοθεί όχι από δική του επιχείρηση, αλλά από υπαρκτή επιχείρηση τρίτου, δεν μπορεί να υπαχθεί στην, κατά την απαλλακτική διάταξη του άρθρου 40 παρ. 3 του ν. 3220/2004, έννοια του «παντελώς αμετόχου» στις συγκεκριμένες συναλλαγές για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα φορολογικά στοιχεία.

— Επομένως νομίμως επιβάλλεται σε βάρος του πρόστιμο για την παράβαση της έκδοσης πλαστών-εικονικών φορολογικών στοιχείων (πρβλ. ΣτΕ 858/2017, ΣτΕ 249/2024 παραπεμπτική στην 7μελή σύνθεση, 3276/ 2014).

— Συνεπώς η κρίση του διοικητικού εφετείου περί του ότι ο λογιστής δεν μπορεί να θεωρηθεί “παντελώς αμέτοχος”, κατά την έννοια της απαλλακτικής διάταξης του άρθρου 40 παρ. 3 του ν. 3220/2004, στην έκδοση των ένδικων πλαστών-εικονικών φορολογικών στοιχείων είναι νόμιμη.

Το ΣτΕ τονίζει ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση συνομολογήθηκε από τον λογιστή, ως πάροχο οργανωμένων υπηρεσιών τήρησης λογιστικών βιβλίων, ότι εξέδωσε ιδιοχείρως τα ένδικα τιμολόγια, καθ’ υπόδειξη του συζύγου της φερόμενης ως εκδότριας αυτών, «για την καλή σύνταξη του κειμένου», τελώντας, συνεπώς, σε πλήρη γνώση της, κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά με την απόφαση του εφετείου και μη αμφισβητούμενης από τον ίδιο, διαφοροποίησης της αναγραφόμενης αξίας μεταξύ του σώματος και του στελέχους αυτών [στο σώμα αναγράφεται αξία συναλλαγής μεγαλύτερη από την αναγραφόμενη στα στελέχη].

Σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με το ΣτΕ, δεν μπορεί να κριθεί ότι ο λογιστής ενήργησε με καλή πίστη, διότι πρόκειται για έκδοση εικονικών τιμολογίων.

Όπως τονίζεται, ανεξαρτήτως ότι, όπως έχει κριθεί, επί εικονικών φορολογικών στοιχείων, που αφορούν συναλλαγή η οποία δεν έχει πραγματοποιηθεί, ως εν προκειμένω, δεν νοείται καλή πίστη ούτε του λήπτη, αλλά ούτε και του εκδότη φορολογικού στοιχείου, εφόσον διαπιστωθεί εικονικότητα της σχετικής συναλλαγής, διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντρέχει το στοιχείο της καλής πίστης στο πρόσωπο του λογιστή.

Ο λογιστής δεν είναι «παντελώς αμέτοχος», αλλά έχει συμμετάσχει στην έκδοση πλαστών-εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτες συναλλαγές, τονίζει το ΣτΕ.

Πηγή: Pagenews.gr

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP ΤΟΥ PAGENEWS PAGENEWS.gr - App Store PAGENEWS.gr - Google Play

Το σχόλιο σας

Loading Comments