Επιθετικές κινήσεις, αιφνιδιασμοί και προτάσεις δισεκατομμυρίων: Τι συμβαίνει με τις τράπεζες της Ιταλίας

Πηγή Φωτογραφίας: Politico,eu, Commission, Italy reach deal on Monte dei Paschi di Siena
Ο Λουίτζι Λοβάλιο βρίσκεται στο τιμόνι της Banca Monte dei Paschi di Siena (MPS) μόλις τρία χρόνια. Ο βετεράνος του τραπεζικού συστήματος, που έχει θητεύσει σε Ιταλία, Βουλγαρία και Πολωνία, ανέλαβε διευθύνων σύμβουλος τον Φεβρουάριο του 2022.
Μέσα σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα κατάφερε ότι δεν είχε καταφέρει κανένας άλλος τραπεζίτης στην Ιταλία: να βρει επενδυτές που πίστεψαν στην αναγέννηση της MPS και έβαλαν χρήματα σε αυτήν.
Ο Αλμπέρτο Νάγκελ, από την άλλη πλευρά, έχει περάσει όλη του την επαγγελματική ζωή στην Mediobanca. Μπήκε στην τράπεζα το 1991, αμέσως μετά τις σπουδές του και κατάφερε να αναρριχηθεί στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου το 2008. Κατάφερε να μεταμορφώσει την μικρή τράπεζα σε έναν σημαντικό παίκτη της επενδυτικής τραπεζικής, όχι μόνο στην Ιταλία, και αποδείχθηκε «πολύ σκληρός» για να «καρατομηθεί», παρά τη σχετική επιθυμία των δισεκατομμυριούχων του διοικητικού του συμβουλίου.
Σήμερα, οι δύο άντρες είναι οι πρωταγωνιστές στο συναρπαστικό σίριαλ του «πολέμου των συγχωνεύσεων» που εκτυλίσσεται στην Ιταλία και έχει κερδίσει κοινό σε όλη την Ευρώπη.
Στο τελευταίο επεισόδιο, ο Νάγκελ αιφνιδίασε τους πάντες, παρουσιάζοντας πρόταση εξαγοράς της Banca Generali, ύψους 6,3 δισεκατομμυρίων ευρώ. Πρόκειται για κίνηση τακτικής, με απώτερο στόχο να θωρακίσει την Mediobanca απέναντι στις επιθέσεις εξαγοράς από την MPS.
Τραγική ειρωνεία: μόλις εννέα μήνες πριν, ο Νάγκελ εξηγούσε στο Bloomberg γιατί είναι απαραίτητο οι ευρωπαϊκές τράπεζες να προχωρήσουν σε συγχωνεύσεις και ποια ήταν τα εμπόδια σε αυτή την κατεύθυνση.
Η φιλοδοξία για διασυνοριακό τραπεζικό ίδρυμα Η μάχη MPS και Mediobanca μπορεί να είναι δραματική, δεν είναι όμως η πιο σημαντική.
Σε μία άλλη κίνηση που επίσης αιφνιδίασε την Ευρώπη, η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας, η Unicredit δημοσιοποίησε την πρόθεσή της να αποκτήσει τον έλεγχο του 28% της γερμανικής Commerzbank, προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις στη Γερμανία.
Πριν από δύο εβδομάδες, η αρχή ανταγωνισμού της Γερμανίας έδωσε το πράσινο φως για να προχωρήσει η διαδικασία, που «θα δημιουργήσει μια μοναδική και καινοτόμο διασυνοριακή γέφυρα μεταξύ του παραδοσιακά συντηρητικού τραπεζικού περιβάλλοντος της Ιταλίας και της Γερμανίας» όπως αναφέρει ο Ιγκνάσιο Αντζελόνι του Ινστιτούτου για τη Διαμόρφωση Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Bocconi και πρώην μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην ανάλυσή του που δημοσιεύτηκε από τη δεξαμενή σκέψης για τον τραπεζικό κλάδο OMFIF.
Τα κέρδη και η επέκταση Εξηγώντας γιατί η Ιταλία έγινε το θέατρο των ευρωπαϊκών τραπεζικών εξελίξεων, ο Αντζελόνι σημειώνει: «Τίποτα ανάλογο δεν συμβαίνει πουθενά αλλού. Ο λόγος είναι ότι ο ιταλικός τραπεζικός τομέας επωφελήθηκε περισσότερο από άλλους από την εξυγίανση που σχεδίασε η ΕΚΤ μετά το 2013, και πιο πρόσφατα από την αύξηση των επιτοκίων και των περιθωρίων δανεισμού. Οι ισχυρότερες τράπεζες είναι πιο πιθανό να επεκταθούν. Αυτό που βλέπουμε είναι ένα ευπρόσδεκτο σημάδι δύναμης και ζωτικότητας σε μια χώρα που συχνά θεωρείται το επίκεντρο των χρηματοοικονομικών κινδύνων της Ευρώπης».
Την ευρωστία των ιταλικών τραπεζών υπογράμμισε και η S&P Global στο πρόσφατο σημείωμα με τίτλο «Italian banks steeled for tariff turmoil».
«Η οικονομική υγεία των ιταλικών τραπεζών έχει βελτιωθεί σημαντικά από την εποχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2009 και της επακόλουθης ευρωπαϊκής κρίσης δημόσιου χρέους. Ο μέσος δείκτης προβληματικών δανείων των μεγαλύτερων εισηγμένων στο χρηματιστήριο τραπεζών μειώθηκε από 13% το 2016 σε λίγο πάνω από 2% το 2024, σύμφωνα με στοιχεία της S&P Global Market Intelligence. Οι τράπεζες έχουν επίσης δημιουργήσει μεγάλα ποσά καθαρών εσόδων από τόκους, λόγω των υψηλότερων επιτοκίων τα τελευταία τρίμηνα, ενισχύοντας τα κέρδη.
Οι πέντε μεγαλύτερες — Intesa Sanpaolo SpA, UniCredit SpA, Banco BPM SpA, BPER Banca SpA και Banca Monte dei Paschi di Siena SpA — έχουν περιθώρια κέρδους δείκτη κοινών μετοχών Tier 1 (CET1) μεταξύ 3,65% και 9,35%. Ο μέσος όρος για τις ευρωπαϊκές τράπεζες είναι 6,13% στα τέλη του 2024, σύμφωνα με στοιχεία της Market Intelligence» γράφουν οι αναλυτές Μπεν Μέγκεσον και Ντέιβιντ Χάγιες.
Η Ιταλία βρίσκεται στο ραντάρ των αναλυτών εδώ και έναν χρόνο, καθώς τα ιταλικά τραπεζικά ιδρύματα ανακοίνωναν εντυπωσιακά κέρδη τριμήνου, κάνοντας την εποχή των κρατικών διασώσεων να φαντάζει πολύ μακρινή.
«Αν αξιολογήσετε μεμονωμένες τράπεζες στην Ιταλία, είναι δύσκολο να μην πιστέψετε ότι κάτι θα συμβεί, θα έλεγα, τους επόμενους 12 μήνες περίπου», δήλωνε στο CNBC ο Αντόνιο Ρεάλε, συν-επικεφαλής ευρωπαϊκών τραπεζών στην Bank of America, τον Αύγουστο του 2024.
Μέχρι τις 23 Ιουνίου «τρέχει» και η πρόταση εξαγοράς 13 δισεκατομμυρίων ευρώ της UniCredit, προς την τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας, την Banco BPM. Προς το παρόν η Banco BPM απορρίπτει την προσφορά, λέγοντας ότι η τιμή είναι πολύ χαμηλή.
Όλοι ζητούν ενοποίηση, αλλά κανείς δεν την θέλει Έχοντας ολοκληρώσει με επιτυχία την εξαγορά της Unione di Banche Italiane (UBI Banca) που είχε το πέμπτο μεγαλύτερο δίκτυο καταστημάτων στην Ιταλία το 2020 και της ρουμανικής Romanian First Bank το 2024, η μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας, η Intesa Sanpaolo απέχει, προς το παρόν, από τον πόλεμο συγχωνεύσεων που διεξάγεται στην χώρα.
Πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι οι εξελίξεις στην Ιταλία θα προϊδεάσουν για το μέλλον του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.
Παρότι όλοι ομνύουν στην τραπεζική ενοποίηση, όταν έρχεται η ώρα των εξαγορών καμία χώρα δεν θέλει να δει τα τραπεζικά της ιδρύματα να περνούν στα χέρια οργανισμών με έδρα εκτός συνόρων.
Στην ίδια την Ιταλία, άλλωστε, η κυβέρνηση Μελόνι ναρκοθετεί την ένωση της ιταλικής Generali Investment Holding με τη γαλλική Natixis Investment Managers, ένωση που, αν τελικά οριστικοποιηθεί, θα δημιουργήσει τον μεγαλύτερο διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων στην Ευρώπη με βάση τα έσοδα.
Πηγή: Pagenews.gr
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας