Η κατάρρευση της Drexel Burnham Lambert το 1990 σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής στη Wall Street. Όμως, η επιρροή της παραμένει αισθητή μέσω της βιομηχανίας ιδιωτικής πίστωσης, την οποία διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό οι απόφοιτοί της.
Η κληρονομιά της Drexel, όπως και εκείνη της PayPal στη Silicon Valley, λειτουργεί ως φυτώριο χρηματοοικονομικής καινοτομίας και ηγετικών στελεχών του κλάδου. Σήμερα, εταιρείες που ιδρύθηκαν ή διαμορφώθηκαν από βετεράνους της Drexel—όπως οι Apollo, Ares και Cerberus—έχουν εξελιχθεί σε βασικούς παίκτες σε μια ταχέως αναπτυσσόμενη αγορά ιδιωτικής πίστωσης, η οποία αλλάζει ριζικά τη δομή της παγκόσμιας χρηματοδότησης, αναφέρει σε άρθρο του ο Economist.
Η πιο σημαντική συνεισφορά της Drexel υπό την ηγεσία του Μάικλ Μίλκεν ήταν η εισαγωγή των ομολόγων υψηλής απόδοσης, ή «σκουπιδιών», δίνοντας τη δυνατότητα σε δανειολήπτες με υψηλότερο ρίσκο να αντλήσουν κεφάλαια από τις αγορές. Αυτή η καινοτομία τροφοδότησε την άνθηση των εξαγορών με μόχλευση (LBO) τη δεκαετία του 1980, δίνοντας τη δυνατότητα σε εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων να εξαγοράζουν επιχειρήσεις με μεγάλα ποσά δανεισμένων χρημάτων. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι διάδοχοι της Drexel βασίστηκαν σε αυτά τα θεμέλια, εξελίσσοντας τη χρηματοδότηση εξαγορών σε παροχή πίστωσης σε ένα πολύ ευρύτερο φάσμα δανειοληπτών—από μεγάλες εταιρείες μέχρι και νοικοκυριά. Το βασικό τους επιχείρημα είναι ότι προσφέρουν ταχύτερο, πιο ευέλικτο και πιο αξιόπιστο δανεισμό σε σχέση με τις παραδοσιακές τράπεζες, ενώ παράλληλα υπόσχονται υψηλότερες αποδόσεις στους επενδυτές χωρίς αντίστοιχη αύξηση του κινδύνου.
Μια αγορά πολλών τρισεκατομμυρίων
Το μέγεθος των φιλοδοξιών της ιδιωτικής πίστωσης είναι εντυπωσιακό. Οι πέντε μεγαλύτεροι διαχειριστές ιδιωτικής πίστωσης διαχειρίζονται πλέον 1,9 τρισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία χρέους, ενώ θεωρούν ότι το σύνολο των 40 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που δανείζονται τα αμερικανικά νοικοκυριά και επιχειρήσεις αποτελεί δυνητικό πεδίο δραστηριότητας, όπως σημειώνει ο Economist. Η McKinsey εκτιμά την προσβάσιμη αγορά στα 34 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η Apollo τοποθετεί το ποσό ακόμη πιο κοντά στα 40 τρισεκατομμύρια. Παραδοσιακά, η ιδιωτική πίστωση επικεντρωνόταν στον δανεισμό σε εταιρείες που ανήκουν σε private equity funds, όμως πλέον ο τομέας στοχεύει σε πολύ ευρύτερο φάσμα δανειοληπτών και κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων.
Ένας βασικός μοχλός ανάπτυξης της ιδιωτικής πίστωσης είναι η ικανότητά της να προσελκύει νέες πηγές κεφαλαίου. Οι Business Development Companies (BDCs), που επενδύουν σε ιδιωτική πίστωση και είναι προσβάσιμες σε μεμονωμένους επενδυτές, έχουν τετραπλασιαστεί σε μέγεθος από το 2019, φτάνοντας τα 440 δισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία. Το ταμείο BCRED της Blackstone, που ξεκίνησε το 2021 και απευθύνεται σε πλούσιους ιδιώτες, διαχειρίζεται 70 δισεκατομμύρια δολάρια—μέγεθος αντίστοιχο με μια μεσαίου μεγέθους αμερικανική τράπεζα.
Οι εταιρείες ιδιωτικής πίστωσης διεισδύουν και στη αγορά λιανικής μέσω καινοτόμων επενδυτικών προϊόντων, όπως τα ETFs που περιλαμβάνουν ιδιωτικά δάνεια, αλλά και τα «τοκενισμένα» ταμεία που βασίζονται σε blockchain. Συνεργασίες με μεγάλους διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων όπως οι State Street, Capital Group, Vanguard και Wellington Management διευρύνουν ακόμη περισσότερο την πρόσβαση για μικροεπενδυτές.
Ίσως η πιο σημαντική εξέλιξη είναι η αξιοποίηση κεφαλαίων από ασφαλιστικές εταιρείες ζωής. Οι ασφαλιστικές εταιρείες ζωής, με τη σταθερή και μακροπρόθεσμη χρηματοδότησή τους, θεωρούνται ιδανικοί συνεργάτες για την ιδιωτική πίστωση, η οποία συχνά περιλαμβάνει λιγότερο ρευστά και πιο σύνθετα περιουσιακά στοιχεία. Ο ασφαλιστικός βραχίονας της Apollo, η Athene, πουλάει πλέον περισσότερες συντάξεις από οποιονδήποτε άλλο ασφαλιστή στις ΗΠΑ, ενώ παρόμοιες κινήσεις από τις KKR, Blackstone, Bain Capital και άλλες έχουν φέρει εκατοντάδες δισεκατομμύρια ασφαλιστικών περιουσιακών στοιχείων υπό διαχείριση ιδιωτικής πίστωσης. Αυτές οι πρακτικές διευκολύνονται συχνά από πιο ελαστικούς κανονισμούς και δομές αντασφάλισης στο εξωτερικό, κυρίως στις Βερμούδες και τα Νησιά Κέιμαν.
Τράπεζες
Καθώς η ιδιωτική πίστωση αναπτύσσεται, οι τράπεζες συνεργάζονται όλο και περισσότερο με διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων για να μεταβιβάζουν χαρτοφυλάκια δανείων και να μειώνουν τις κεφαλαιακές τους απαιτήσεις.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση αυτών των συνεργασιών, με σημαντικές συμφωνίες που περιλαμβάνουν τις Barclays, Citigroup και UBS. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι τράπεζες εκδίδουν δάνεια και στη συνέχεια τα μεταφέρουν σε funds ιδιωτικής πίστωσης, τα οποία υπόκεινται σε λιγότερους κανονιστικούς περιορισμούς. Αυτή η τάση έχει ενισχυθεί καθώς οι τράπεζες επιδιώκουν να διαχειριστούν τον κίνδυνο και να ελευθερώσουν χώρο στους ισολογισμούς τους.
Παράλληλα, οι μεγαλύτερες εταιρείες ιδιωτικής πίστωσης εκδίδουν πλέον τα δικά τους δάνεια, συχνά σε κλίμακα που ανταγωνίζεται τις παραδοσιακές τράπεζες. Η Blackstone εξέδωσε πέρυσι δάνεια επενδυτικής βαθμίδας αξίας 35 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ η Apollo έφτασε τα 220 δισεκατομμύρια δολάρια μέσω των δραστηριοτήτων της. Αυτές οι εταιρείες εξυπηρετούν όλο και περισσότερο μεγάλους εταιρικούς πελάτες, δομώντας σύνθετες συμφωνίες που ωφελούν τόσο τις ασφαλιστικές τους θυγατρικές όσο και τους δανειολήπτες.
Οι κίνδυνοι
Παρά την ταχεία ανάπτυξη και την καινοτομία, ο τομέας της ιδιωτικής πίστωσης βρίσκεται υπό αυξημένο έλεγχο από τις ρυθμιστικές αρχές και τους παραδοσιακούς τραπεζίτες. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι η ιδιωτική πίστωση αποτελεί μια μορφή κανονιστικής διαιτησίας, με τους κινδύνους να συσσωρεύονται εκτός της εποπτείας των τραπεζικών ρυθμιστικών αρχών. Η επέκταση του τομέα σε νέες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και η εξάρτησή του από λιγότερο διαφανείς πρακτικές αποτίμησης δημιουργούν ανησυχίες για κρυφές ευπάθειες, ειδικά σε περίπτωση επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών.
Η συγκέντρωση των δανείων ιδιωτικής πίστωσης σε τομείς όπως η τεχνολογία και οι επιχειρηματικές υπηρεσίες, όπου πολλοί δανειολήπτες εμφανίζουν ήδη αρνητικές ταμειακές ροές, αποτελεί ιδιαίτερο σημείο ανησυχίας. Η περιορισμένη διαπραγμάτευση και η αδιαφανής τιμολόγηση των ιδιωτικών δανείων μπορούν να αποκρύψουν υποκείμενα προβλήματα μέχρι να προκύψει κρίση. Πρόσφατες αναδιαρθρώσεις, όπως αυτές των Pluralsight και Alacrity, ανέδειξαν πόσο γρήγορα μπορούν να υποχωρήσουν οι αποτιμήσεις όταν ασκηθεί πίεση.
Η αυξανόμενη συμμετοχή μικροεπενδυτών και κεφαλαίων ασφάλισης εισάγει επιπλέον κινδύνους. Οι λιανικοί επενδυτές μπορεί να αναμένουν ρευστότητα αντίστοιχη με εκείνη των δημόσιων αγορών, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κύματα αναλήψεων αν οι συνθήκες της αγοράς επιδεινωθούν. Οι ασφαλιστικές εταιρείες ζωής, από την άλλη, είναι ιδιαίτερα μοχλευμένες και έχουν αυξήσει τον δανεισμό τους τα τελευταία χρόνια, αυξάνοντας τα διακυβεύματα σε περίπτωση πτώσης των αξιών των περιουσιακών στοιχείων. Η διασύνδεση μεταξύ funds ιδιωτικής πίστωσης, ασφαλιστικών εταιρειών και τραπεζών θα μπορούσε να ενισχύσει τους συστημικούς κινδύνους σε περίπτωση ύφεσης.
Πηγή: pagenews.gr