Βατικανό

Βατικανό
Το Βατικανό ή αλλιώς το Πατριαρχείο της Ρώμης , είναι ανεξάρτητη πόλη-κράτος, στη δυτική πλευρά της πόλης της Ρώμης στην Ιταλία και αποτελεί συνέχεια του εκκλησιαστικού κράτους του Μεσαίωνα.

Το Παπικό ή Ποντιφικό κράτος (Stato Pontificio) υπήρξε κράτος της κεντρικής Ιταλίας υφιστάμενο από τον Η΄ μέχρι τον ΙΘ΄ αιώνα, ιδρυθέν ως “κοσμική” κυριαρχία των Παπών, με κέντρο και πρωτεύουσα τη Ρώμη. Κατείχε μεγάλες εκτάσεις κατά διάφορες εποχές με τόση συχνή μεταβολή που ιστορικά δεν έχει συμβεί σε κανένα άλλο κράτος, οφειλόμενο κυρίως στην έλλειψη επαρκών υπερασπιστών. Δεν έχει ακόμη ιστορικά εξακριβωθεί η απαρχή της κοσμικής αυτής εξουσίας.

Υποστηρίχθηκε ότι ο αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος ήταν εκείνος που πρώτος παραχώρησε την “κοσμική” αυτή εξουσία με εδαφική δωρεά. Τούτο απεδείχθη εφεύρημα όμως του Ισπανού ιερέα Ισίδωρου Μερκάτορ, το οποίο όμως από τον ΙΒ΄ αιώνα αμφισβήτησαν οι Βενεδικτίνοι και περί τα μέσα του ΙΕ΄ αιώνα απέδειξε ως μέγα ψεύδος ο Λαυρέντιος Βάλλα. Ακόμα δε και οι εδαφικές δωρεές που φέρονται ότι έκαναν προς τον Πάπα ο Πιπίνος ο Βραχύς και ο Κάρολος ο Μέγας, χωρίς αυθεντικό σχετικό έγγραφο να πιστοποιούνται, φαίνεται να ήταν προφορικές παραχωρήσεις πιθανώς για βραχύ χρονικό διάστημα. Εκείνο όμως που ιστορικά είναι εξακριβωμένο είναι ότι οι Φράγκοι βασιλείς πράγματι παραχώρησαν κάποιες κοσμικές εξουσίες στους Πάπες, όχι όμως και την απόλυτη κυριαρχία και ανεξαρτησία των υπ΄αυτών εδαφών των.

Η κοσμική εξουσία των Παπών οφείλεται κυρίως στην πρωτεύουσα θέση που κατέλαβαν με τον καιρό στη Δυτική Εκκλησία. Στην αρχή ο τίτλος του Πάπα δεν παρείχε κανένα πρωτείο. Λόγω όμως του ότι η Ρώμη ήταν πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, ο εδρεύων σε αυτή επίσκοπος προσλάμβανε αυτοδίκαια πρωτεύουσα θέση μεταξύ των άλλων επισκόπων. Το πρωτείο αυτό ενισχυόταν και από την αμφίβολη παράδοση ότι οι Πάπες ήταν διάδοχοι του Αποστόλου Πέτρου, που ο θρύλος ήθελε να έχει μεταβεί στη Ρώμη και να έχει μαρτυρήσει εκεί.

Το 381 ο Αυτοκράτορας Γρατιανός παραχώρησε στον Πάπα της Ρώμης το δικαίωμα να δικάζει τις μεταξύ των επισκόπων διαφορές. Το 452 ο Πάπας Λέων Α΄ σταλείς από τον Αυτοκράτορα Βαλεντιανό Γ΄ προς τον Αττίλα κατάφερε με την ηθική πειθώ του να αποτρέψει επίθεση του Αττίλα του Ούνου εναντίον της Ρώμης. Μετά την παύση των Αυτοκρατόρων της Δύσεως, οι Πάπες ανέλαβαν ως μεσάζοντες μεταξύ λαού και βαρβάρων βασιλέων.

Όταν ο Ιουστινιανός προσάρτησε εκ νέου την Ιταλία στην αυτοκρατορία του το 554, οι Πάπες βρέθηκαν να έχουν μεγάλες εδαφικές εκτάσεις και πλούτη, που προέρχονταν από δωρεές πιστών, είχαν συγκεντρώσει δύναμη πολύ μεγαλύτερη των Βυζαντινών Εξάρχων. Μετά τη λομβαρδική κατάκτηση (568) η έδρα της Βυζαντινής Εξαρχίας μεταφέρθηκε από τη Ρώμη στη Ραβέννα. Ο Πάπας εναπομείνας στη Ρώμη επεβλήθη στη συνείδηση των Ιταλών ως κύριος της Ρώμης επισκιάζοντας και αυτήν την εξουσία του Δούκα που κυβερνούσε εν ονόματι της Αυτοκρατορίας στη Ρώμη και τη γύρω περιοχή, που αργότερα επονομάστηκε «κληρονομία ή κλήρος του Αγίου Πέτρου» (Patrimomium Sancti Petri).

Β΄ Περίοδος: 590-860

Ο Πάπας Γρηγόριος Α΄ επιλεγόμενος Μέγας (590 – 604) υπήρξε ο κύριος οργανωτής της ρωμαϊκής εκκλησίας και διαπραγματευόταν με τους Λομβαρδούς ως απόλυτος κύριος. Αργότερα το εναντίον των εικόνων “έδικτον2 του Αυτοκρ. Λέοντος του Ισαύρου (726) έφερε ως αφορμή τον Πάπα Γρηγόριο Β΄ να επαναστατεί και να αποσπά τις τελευταίες Βυζαντινές Κτήσεις, ιταλικές επαρχίες, μεταξύ των οποίων και την Ρώμη, λαμβάνοντας τον τίτλο του πατρός της ρωμαϊκής δημοκρατίας εκλεγόμενος απευθείας υπό του κλήρου και των πολιτών.

Βρίσκοντας την ευκαιρία οι Λομβαρδοί αρχίζουν συνεχείς επιδρομές. Έτσι οι Πάπες ζητούν την βοήθεια των Φράγκων. Ο Πιπίνος ο Βραχύς, στεφθείς Βασιλεύς των Φράγκων υπό του Πάπα Στεφάνου Β΄ και ονομασθείς παρ΄αυτού «πατρίκιος της Ρώμης» διελθών δις τις Άλπεις 754 κ΄756 κατέπνιξε τις απόπειρες των Λομβαρδών κατακτήσας το εξαρχάτο της Ραβέννης παραχώρησε εις τον Πάπα κάποιες πόλεις επί των οποίων όμως διατήρησε την πολιτική Ηγεμονία (756). Αργότερα σε νέα απόπειρα των Λομβαρδών ο Πάπας Ανδριανός ο Α΄ αναγκάσθηκε να επικαλεσθεί τον Κάρολον τον Μέγα όστις και κατέλυσε το κράτος των Λομβαρδών, ένωσε εις τον τίτλο του Βασιλέως των Φράγκων και τον του Βασιλέως των Λομβαρδών και ανανέωσε την από του πατρός του γενομένη προς τον Πάπα εδαφική δωρεά (774).

Το 781 ο Κάρολος ο Μέγας αφού κατέκτησε την κεντρ. Ιταλία μέχρι τον ποταμό Γκαριλιάνο ίδρυσε το Βασίλειο της Ιταλίας συμπεριλαμβάνοντας την Ρώμη μετά των παπικών κτήσεων, παραχωρήσας αυτό στον υιό του, Πιπίνο. Τότε ο Πάπας Λέων ο Γ΄ σε ένδειξη υποταγής, απέστειλε στον Κάρολο «τας κλείδας του τάφου του Αποστόλου Πέτρου» (795). Αργότερα σε στάση εναντίον του ο Πάπας Λέων Γ΄ ξανακαλεί τον Κάρολο, ο οποίος και τον αποκατέστησε στην έδρα του. Ο Πάπας Λέων ευγνωμονών στις 25 Δεκεμβρίου 800 έχρισε τον Κάρολο τον Μέγα, Αυτοκράτορα του Ρωμαϊκού κράτους και ο οποίος στη συνέχεια αύξησε κατά πολύ την εξουσία του Πάπα όχι όμως και την διακυβέρνηση των υπό τον Πάπα χωρών. Αυτή η “κοσμική” εξουσία του Πάπα, μη σαφώς καθορισθείσα – επί τούτου για να αυξάνεται – δεν διατηρήθηκε στην επακολουθείσα αναρχία εκ της διάλυσης της καρολιγγείου αυτοκρατορίας.

Γ΄ Περίοδος: 860-1254

Από της εποχής του Πάπα Αδριανού Β΄ (867) η εκλογή των Παπών εγένετο υπό μόνου του κλήρου, περιοριζόμενος ο λαός μόνο στη επικύρωση. Ο Αρχιεπίσκοπος του Μιλάνου, αντίπαλος του ποντίφικα της Ρώμης, διεκδικούσε υπέρ αυτού το δικαίωμα της στέψης των Βασιλέων. Ο Αρχιεπίσκοπος της Ραβέννας διετείνετο ότι και αυτός είχε τα αυτά δικαιώματα επί της Ρωμανίας με εκείνα του Πάπα επί της Ρώμης και της περιοχής. Έτσι οι διάφοροι Ιταλοί Ηγεμόνες αλλά και φεουδάρχες στις μεταξύ τους έριδες και πολέμους αύξαναν διαρκώς τις κτήσεις τους εις βάρος του Ποντιφικού κράτους με αποτέλεσμα η «Αγία Έδρα» να αποβαίνει συνεχώς λεία των τότε φατριών. Ο Πάπας Στέφανος Στ΄, που έφθασε στο σημείο να ξεθάψει τον Πάπα Φορμόζη για να τον δικάσει, εφονεύθει στραγγαλιστείς μέσα στη φυλακή που είχε εγκλεισθεί από τους αντιπάλους του.

Το 962 με την ανασύσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπό του Όθωνος του Μεγάλου Βασιλέως της Γερμανίας, τον οποίο είχε καλέσει ο Πάπας Ιωάννης ΙΒ΄ κατά του Βερεγγαρίου Β΄ Βασιλέως της Ιταλίας, κατέστησε την Αγία Έδρα και σχεδόν ολόκληρη την Ιταλία γερμανική κτήση. Το 1059 ο Πάπας Νικόλαος Β΄ απεφάσισε η εκλογή των Παπών εις το εξής να γίνεται υπό μόνο των Καρδιναλίων, ο δε Πάπας Γρηγόριος Ζ΄ (1073) καθόρισε στο μέλλον η εκλογή των Παπών να μην επικυρώνεται από τον Αυτοκράτορα. Η απόφαση αυτή δημιούργησε σειρά αγώνων μεταξύ Αυτοκρατόρων και Παπών δημιουργώντας το περίφημο ζήτημα της «αμοιβαίας επικύρωσης» της εκλογής. Δηλ. ενώ οι Αυτοκράτορες ζητούσαν το δικαίωμα να επικυρώνουν την εκλογή των Παπών, οι Πάπες διεκδικούσαν το δικαίωμα να επικυρώνουν και αυτοί, δια της υπ΄αυτών στέψης, την εκλογή των Αυτοκρατόρων. Κατά τους αγώνες αυτούς οι Πάπες απέκτησαν μεγάλη “κοσμική” εξουσία που έφθασε στο σημείο της ταπεινώσεως του Αυτοκράτορα Ερρίκου Δ΄ στην Κανόσσα το 1077.

Δ΄ Περίοδος: 1254-1789

Μετά την κατάλυση της Γερμανικής κυριαρχίας στην Ιταλία (1254) οι Πάπες προσέγγισαν τους Φράγκους Βασιλείς της Γαλλίας. Με την επερχόμενο σχίσμα της Δύσης και της εγκατάστασης των Παπών στην Αβινιόν της Γαλλίας το Ποντιφικό κράτος είχε εξαφανισθεί.

Μετά την άρση του σχίσματος (1417), και την ένωση των Παπών επί Πάπα Νικολάου Ε΄ το Ποντιφικό κράτος αναστηθεί ως ένα των πολλών κρατιδίων της κατετμημένης Ιταλίας. Από αυτής της περιόδου το Ποντιφικό κράτος απώλεσε τον γενικότερο πρότερο χαρακτήρα του παραμένον ως απλό κοσμικό κράτος. Αποτελείτο δε από του «κλήρου του Αγ. Πέτρου», τμήματος του Δουκάτου του Σπαλέτο, των Μαρινών, της Ρομανίας και των κτήσεων του Μπενεβέντο και της Αβινιόν. ‘

Επί Πάπα Ιουλίου Β΄ προσαρτήθηκε η Περουγία και η Βολωνία. Επί Πάπα Λέοντος Γ΄ το Ποντιφικό κράτος κατέλαβε το Δουκάτο του Ουρμπίνο, το Πέζαρο και την Σινιγκάλια. Με την πώληση όμως των περίφημων «συχωροχαρτιών» ξέσπασε το κίνημα των «μεταρρυθμίσεων» το οποίο και κατέληξε στην απόσπαση μεγάλου μέρους της Ευρώπης από την Καθολική Εκκλησία και την επιρροή του Πάπα. Τότε το Ποντιφικό κράτος αρχίζει σφοδρούς αγώνες κατά των διαμαρτυρομένων κρατών.

Με την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης το 1789 που ακολούθησε κατάσχεση των εκκλησιαστικών κτημάτων, κατάργηση των προνομίων του κλήρου και κατάληψη παπικών εδαφών (Αβινιόν και Βεβεσόν) ο Πάπας υποχρεώθηκε να στραφεί υπέρ των εχθρών της Επανάστασης.

Ε’ Περίοδος: 1789-1849

Με την προέλαση όμως των γαλλικών στρατευμάτων στην Ιταλία τα διάφορα τμήματα του Ποντιφικού κράτους επαναστάτησαν και απέβησαν γαλλικές επαρχίες, η δε Ρώμη ανακηρύχθηκε Δημοκρατία (1798). Ο Πάπας Πίος Ζ΄ που είχε συνάψει κονκορδάτο με τον Ναπολέοντα (1801) και τον είχε στέψει και Αυτοκράτορα (1804) δεν άργησε να έλθει σε ρήξη με αυτόν με αποτέλεσμα την απώλεια του Μπενεβέντο και του Πόντε Κόρβο (1806), τις επαρχίες των Μαρινών και το υπόλοιπο των εδαφών του Ποντιφικού κράτους (1808) τα οποία έγιναν γαλ. νομοί. Ο δε Πάπας Πίος Ζ΄ εξορίστηκε στη Σαβόνα όπου μετά την πτώση του Ναπολέοντα (1814) επανήλθε στη Ρώμη και το Συνέδριο της Βιέννης απέδωσε πάντα τα εδάφη που αποτελούσαν το πριν της Γαλλικής Επανάστασης Ποντιφικό κράτος εκτός της Φεράρας (αριστ. του ποτ. Πάδου) που περιήλθε στην Αυστρία.

Η κοσμική όμως εξουσία των Παπών που ακολούθησε υπήρξε αντιδραστικότατη, οι κατασχέσεις, φυλακίσεις, εξορίες, φόνοι και παντός είδους καταπιέσεις προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις, συνωμοσίες ακόμη και απόπειρες επαναστάσεων. Ένεκα αυτών οι Πάπες στηρίζονταν στις αυστριακές λόγχες. Κατά την εκλογή του Πάπα Γρηγορίου ΙΣΤ΄ εξερράγησαν επαναστάσεις στη Βολονία, Ρομανία, Μαρίνες και Ουμβρία οι οποίες και καταπνίγηκαν υπό των αυστριακών στο αίμα Μετά την επανάσταση του 1848 και την πτώση της Ρωμαϊκής δημοκρατίας (1849) η κατάσταση παρέμενε ίδια.

ΣΤ΄ Περίοδος: 1849-1870

Μετά την γαλλο-σαρδηνική συμμαχία και την ήττα της Αυστρίας στη Μελέντα που γενικεύθηκε η κίνηση των διαφόρων περιοχών της Ιταλίας για ένωσή τους με τον Οίκο της Σαβοΐας, επαναστάτησαν εκ νέου η Βολονία (Μπολόνια, η Ρομανία, οι Μαρίνες και η Ουμβρία που και πάλι πνίγηκαν στο αίμα από τους Ελβετούς μισθοφόρους με φοβερές σφαγές 20 Ιουνίου και 21 Ιουνίου 1857 στην Περουγία (Περούτζια).

Στις 22 Μαρτίου 1860 η Βολονία και η Ρομανία με δημοψήφισμα κηρύχθηκαν υπέρ της ένωσής των με το υπό τον Βασιλέα Βίκτωρα Εμμανουήλ Ιταλικό Βασίλειο. Το ίδιο έτος 4 Νοεμβρίου 1860 οι Μαρίνες και η Ουμβρία τις μιμήθηκαν. Η Ρώμη εκκενώθηκε από τα γαλλικά στρατεύματα το (1864), αν και αυτά ανακλήθηκαν για την προστασία των Παπών (1867) και αποχώρησαν τελικά το 1870 (λόγω της έναρξης του γαλλογερμανικού πολέμου). Τότε τα Ιταλικά στρατεύματα με συμμετοχή των Γαριβαλδινών εισήλθαν στη Ρώμη και μετά μακρύ κανονιοβολισμό στις 20 Σεπτεμβρίου 1870 κατέλυσαν το Ποντιφικό κράτος.

Η΄ Περίοδος: 1929-Σήμερα

  • Επί Πάπα όμως Πίου ΙΑ΄ και της ιταλικής κυβερνήσεως του Μουσολίνι συνήφθη στο Λατερανό στις 11 Φεβρουαρίου 1929 συνθήκη με την οποία ιδρύθηκε νέο μικροσκοπικό ανεξάρτητο κράτος με το όνομα «Κράτος της πόλεως του Βατικανού» (Stato della Città del Vaticano) και κατέβαλε 750.000.000 ιταλ. λίρες σε μετρητά και ένα δις. Ιταλ. λίρες σε δάνειο ως αποζημίωση για την κατάληψη των εδαφών του Ποντιφικού κράτους (ποσό λιγότερο από αυτό που ανάθεσε για τον Πάπα ο ιταλικός νόμος του έτους 1871, αλλά που δεν τον δέχτηκε εκείνος).
  • Παράλληλα ο Πάπας ανεγνώρισε το Βασίλειο της Ιταλίας, με την Ρώμη πρωτεύουσα αυτού, παραιτούμενος του λοιπού επί παντός δικαιώματος και διεκδίκησης των άλλοτε ποντιφικών εδαφών.
  • Το ανασυσταθέν αυτό νέο κράτος της πόλης του Βατικανού έκτασης 0,44 τ.χλμ. είχε 512 κατ. (1929 έτος ίδρυσης) εξ ων 389 Ιταλοί και 113 Ελβετοί.

Βατικανό σχετικές ειδήσεις: