Το Κράτος του Ισραήλ είναι ένα μικρό, ανεπτυγμένο, κράτος της Μέσης Ανατολής.
Ιδρύθηκε το 1948 με σκοπό να μετατραπεί σε εθνική εστία όσων απανταχού Εβραίων επιθυμούν να πολιτογραφηθούν πολίτες του απ΄όπου και αν προέρχονται. Ωστόσο το σύγχρονο κράτος του Ισραήλ διεκδικεί ιστορική συνέχεια με τα αρχαία βιβλικά κράτη του Ισραήλ και της Ιουδαίας, το έπος των οποίων έχει κεντρική θέση στην ιουδαϊκή θρησκεία και μνήμη. Η πλειονότητα των κατοίκων του κράτους είναι Εβραίοι (76%), ενώ η μεγαλύτερη μειονότητα είναι Άραβες (21%).
Οι Εβραίοι ζουν εδώ και χιλιάδες χρόνια στην περιοχή του σύγχρονου Ισραήλ και στην αρχαιότητα ήταν πλειονότητα μέχρις ότου εκδιώχθηκαν από τους Ρωμαίους και κατοίκησαν σε διάφορα μέρη του κόσμου. Οι Ρωμαίοι μετονόμασαν τη χώρα από Ιουδαία σε Παλαιστίνη κατά την «Παλαιστίνη Συρία» του Ηροδότου. Η περιοχή κατακτήθηκε μεταγενέστερα από Βυζαντινούς (330-640 μ.Χ.), κατόπιν Άραβες (7ο αιώνα μ.Χ.), Σελτζούκους Τούρκους (1071 μ.χ.), Σταυροφόρους Ευρωπαίους (1099 – 1187 μ.Χ.), Μαμελούκους Αιγύπτιους (περί το 1250 – 1516 μ.Χ.), Οθωμανούς (1516-1831), Αιγύπτιους (1831-1841) και πάλι Οθωμανούς/Τούρκους (1841 – 1917) ενώ διετέλεσε βρετανικό προτεκτοράτο μεταξύ 1920 – 1948. Δηλαδή η περιοχή της Παλαιστίνης παρέμεινε ως επί το πλείστον μουσουλμανική κατά πλειονότητα των κατοίκων της από το 1270 μ.Χ. έως και τον 20ο αιώνα.
Ο πρώτος μαζικός επαναπατρισμός Εβραίων συνέβη κατά τον 14ο αιώνα κυρίως από την Ισπανία προς την Ιερουσαλήμ. Από τον 19ο αιώνα το σιωνιστικό κίνημα (που είχε ιδρυθεί το 1897 με σκοπό την ίδρυση του Ισραήλ), απαίτησε τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου εβραϊκού κράτους, ενώ ανέλαβε την παράνομη μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων στην Παλαιστίνη, την οποία προσπάθησαν αρχικά να σταματήσουν οι Βρετανοί οι οποίοι είχαν μετατρέψει την περιοχή σε προτεκτοράτο. Το 1917 όμως η Βρετανία άλλαξε στάση και ο υπουργός εξωτερικών Άρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ δήλωσε πως υποστηρίζει τη μελλοντική ίδρυση Εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη «στο βαθμό που δεν επηρεάζονται οι Άραβες κάτοικοι». Η Εβραϊκή παράνομη μετανάστευση συνεχίστηκε και αυξήθηκε σημαντικά στα επόμενα χρόνια και πολλές καθαρά εβραϊκές νέες πόλεις και ιδρύματα χτίστηκαν.
Την περίοδο 1936 -1939 οι Άραβες ξεσηκώθηκαν ένοπλα εναντίον των Βρετανών και σε μικρότερο βαθμό πραγματοποίησαν επιθέσεις σε εβραϊκούς οικισμούς. Με την έναρξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και καθ´όλη τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος οι Βρετανοί απαγόρευσαν την είσοδο Εβραίων στη χώρα. Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου μια εβραϊκή μυστική στρατιωτική οργάνωση, η Χαγκανά (Άμυνα), που σχηματίστηκε στα χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα, άρχισε να μάχεται τους Βρετανούς και τους Άραβες, επιχειρήσεις που η ισραηλινή ιστορία καταγράφει ως την αρχή του ισραηλινού «πολέμου της ανεξαρτησίας». Το 1947, ο ΟΗΕ ανέλαβε τον έλεγχο της Παλαιστίνης, και στις 29 Νοεμβρίου η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε την απόφαση Αρ. 181 για τη διαίρεση της Παλαιστίνης σε ένα ισραηλινό και ένα αραβικό κράτος, και τη μετατροπή της Ιερουσαλήμ σε διεθνή πόλη εκτός συνόρων. Σύμφωνα με αυτήν την απόφαση η παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, καθώς και η δυτική όχθη του Ιορδάνη, τέθηκε υπό τον έλεγχο της Ιορδανίας, ενώ η νέα πόλη ελέγχθηκε από τους Ισραηλινούς. Οι Άραβες άρχισαν βίαιες διαμαρτυρίες κατά των Εβραίων, τη στιγμή που στην περιοχή κατοικούσαν 590.000 Εβραίοι και 1.320.000 Άραβες.
Στις 14 Μαΐου 1948, μία ημέρα πριν λήξει η βρετανική Εντολή στην περιοχή, το ανώτατο εβραϊκό συμβούλιο ανακήρυξε την ανεξαρτησία του Ισραήλ και όρκισε πρόεδρο τον Χάιμ Βάιζμαν και πρωθυπουργό τον σιωνιστή ηγέτη, Δαβίδ Μπεν Γκουριόν. Παράλληλα, η Χαγκανά παρουσιάζεται πλέον ως ο τακτικός στρατός του κράτους του νεοσύστατου Ισραήλ που έκτοτε ονομάζεται Αμυντική Ισραηλινή Δύναμη’ (Israel Defense Force/IDF, Εβραϊκά: Τσβα Χαγκανά Λε-Γισραέλ) γνωστότερος στους Ισραηλινούς, από τα αρχικά, του ως ‘Τσαχάλ’. Την επόμενη ημέρα ξέσπασε ο Αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1948, όταν πέντε αραβικές χώρες (Αίγυπτος, Ιορδανία, Συρία, Λίβανος και Ιράκ) εισέβαλαν στρατιωτικά, με την αρωγή και άλλων στρατευμάτων από την Υεμένη και την Σαουδική Αραβία. Η Αίγυπτος και η Ιορδανία προσάρτησαν τότε το Σινά και την Γάζα η πρώτη και την Δυτική Όχθη η δεύτερη. Μετά από ένα χρόνο εχθροπραξιών υπεγράφη ανακωχή.
Έκτοτε ακολούθησαν πολλές ακόμα συγκρούσεις που συνεχίζονται μέχρι και τις μέρες μας. Κύριες στιγμές της Αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης ήταν ο πόλεμος των Έξι Ημερών του 1967, όταν το Ισραήλ επιτέθηκε πρώτο στις δυνάμεις της Αιγύπτου, της Ιορδανίας και της Συρίας που ήταν έτοιμες να του επιτεθούν, και προέλασε στο έδαφος τους καταλαμβάνοντας τη χερσόνησο του Σινά, την Λωρίδα της Γάζας, την Δυτική Όχθη και τα Υψώματα του Γκολάν, και ο πόλεμος του Γιομ Κιππούρ του 1973 όταν και πάλι οι Αιγυπτιο-Συριακές δυνάμεις επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά την ημέρα της ιερότερης θρησκευτικής γιορτής των Εβραίων, αυτή τη φορά με επιτυχία (το Ισραήλ σώθηκε με αμερικανική παρέμβαση). Ταυτόγχρονα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 έως τις μέρες μας, ένας μυστικός τρομοκρατικός πόλεμος με εκατέρωθεν δολοφονίες τόσο στο Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη όσο και σε τρίτες χώρες εξελίσσεται ανάμεσα σε διάφορες αραβικές οργανώσεις και την ισραηλινή μυστική υπηρεσία «Μοσάντ». Για παράδειγμα η δολοφονία ένδεκα Ισραηλινών αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972 και, πρόσφατα, η δολοφονία παλαιστινίου προμηθευτού όπλων της Χαμάς στο Ντουμπάι.
Ο Μεναχέμ Μπέγκιν (ισραηλινός πρωθυπουργός 1977-1983) με τον Αιγύπτιο πρόεδρο Ανουάρ αλ-Σαντάτ στην πανηγυρική κοινή συνεδρίαση του αμερικανικού κογκρέσου όπου ανακοινώθηκε η συμφωνία του Καμπ Ντέϊβιντ στις 18 Σεπτεμβρίου 1978
Από τις 19 Νοεμβρίου του 1977, ο πρωθυπουργός της Αιγύπτου Ανουάρ αλ-Σαντάτ, ξεκινά ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μαζί με το Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, με αποτέλεσμα στις 26 Μαρτίου του 1979, να υπογραφεί στο Καμπ Ντέιβιντ συμφωνία, σύμφωνα με την οποία η Αίγυπτος αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ, ενώ το Ισραήλ αποσύρθηκε από το Σινά. Η Ισραηλινή πλευρά υποσχέθηκε επιπλέον να αρχίσει συνομιλίες με τους Παλαιστίνιους. Αντί του τελευταίου όμως ο τότε ισραηλινός πρωθυπουργός Μεναχέμ Μπέγκιν, άρχισε να επιχορηγεί τους, παράνομους σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, Εβραϊκούς εποικισμούς στη Δυτική Όχθη, προκαλώντας την οργή των Παλαιστινίων, πολιτική που συνεχίζεται έως τις μέρες μας.
Εν συνεχεία, ακολούθησε ο πόλεμος του Λιβάνου το 1982, αμέσως μετά την επιχείρηση δολοφονίας του ισραηλινού πρεσβευτή στο Λονδίνο, (η οποία τελικά οδήγησε στην οριστική παράλυσή του) από μέλη μίας παλαιστινιακής οργάνωσης με έδρα τον Λίβανο, αντιτιθέμενη στην PLO. Ο ισραηλινός στρατός εισέβαλε στη συνέχεια στον, (τότε χαώδη λόγω του συνεχιζόμενου εμφυλίου) Λίβανο, με τη συνδρομή Λιβανέζων Χριστιανών. Μετά από μάχες με ένοπλους Λιβανέζους και Παλαιστίνιους, οι Ισραηλινοί κατέλαβαν μεγάλο μέρος της χώρας και τελικά περικύκλωσαν και στο τέλος εξεδίωξαν τους Παλαιστίνιους μαχητές από τη Δυτική Βυρητό. Με την ανοχή του Ισραηλινού στρατού, Χριστιανοί Λιβανέζοι ένοπλοι έπραξαν τη φοβερή σφαγή Παλαιστινίων μουσουλμάνων στα στρατόπεδο προσφύγων Σάμπρα και Σατίλα. Στη συνέχεια, ο ισραηλινός στρατός αυτοπεριορίστηκε στην κατοχή του Νοτίου Λίβανου μέχρι το 2000, οπότε και αποχώρησαν και οι τελευταίες δυνάμεις.
Μετά την Αίγυπτο, το 1994, η Ιορδανία έγινε η δεύτερη αραβική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ. Οι διαφορές Αράβων και Ισραηλινών φάνηκαν να διευθετούνται προσωρινά με τις Συνθήκες του Όσλο του 1994, που προέβλεπαν τη δημιουργία της Παλαιστινιακής Αρχής, ξεχωριστού κράτους των Παλαιστινίων, χωρίς ωστόσο οι συγκρούσεις να σταματήσουν. Το 1994 ο πρωθυπουργός Ισαάκ Ραμπίν (Γιτζάκ Ράμπιν), έλαβε από κοινού με τον Γιάσερ Αραφάτ το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης για τη συμφωνία και λίγο αργότερα ο Ραμπίν δολοφονήθηκε από τον ακροδεξιό Ισραηλινό εξτρεμιστή Γιγκάλ Αμίρ.
Το Ισραήλ αποχώρησε μονομερώς από τη Γάζα τον Αύγουστο του 2005, υπό πρωθυπουργίας του Αριέλ Σαρόν, μετά από βίαιη απομάκρυνση Εβραίων εποίκων από τον Ισραηλινό στρατό.
Τον Ιούνιο του 2006 μαχητές της Σιϊτικής οργάνωσης του Λιβάνου, Χεζμπολά πρώτα σκότωσαν πέντε και απήγαγαν δύο Ισραηλινούς στρατιώτες στα ισραηλινο-λιβανέζικα σύνορα και στη συνέχεια εξαπέλυσαν καταιγισμό οβίδων, αλλά και πυραύλων Ιρανικής προέλευσης, που έπληξαν μεγάλες Ισραηλινές πόλεις στο βορρά, όπως η Χάιφα, σκοτώνοντας 43 Ισραηλινούς πολίτες, προξενώντας υλικές ζημιές και μεγάλο πανικό στον άμαχο πληθυσμό.
Περίπου 200.000-500.000 Ισραηλινοί χρειάστηκε να εγκαταλείψουν προσωρινά τα σπίτια τους. Το Ισραήλ απάντησε με ένα σκληρότατο βομβαρδισμό εκτεταμένων στρατιωτικών, αλλά και πολιτικών στόχων στο Λίβανο από ξηρά, αέρα και θάλασσα, που προξένησε πολύ μεγάλες απώλειες αμάχων και τεράστιες υλικές ζημιές. Το Ισραήλ κατηγορήθηκε από πολλές χώρες για χρήση βίας εκτός μέτρου, αλλά οι ΗΠΑ απέτρεψαν την καταδίκη του από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, εξασκώντας δικαίωμα ‘βέτο.’ Τον ίδιο μήνα, Ιούνιο του 2006, ένας άλλος Ισραηλινός στρατιώτης, ο Γκιλάντ Σαλίτ, απήχθη στα σύνορα με τη Γάζα, ο οποίος τελικά επέστρεψε στην οικογένειά του τον Οκτώβριο του 2011.
Στις 25 Ιανουαρίου του 2006, η Χαμάς κέρδισε τις παλαιστινιακές εκλογές, αλλά το δικαίωμά της να κυβερνήσει υπονομεύθηκε εξ’ αρχής από τους αντιπάλους της στην Φατάχ, το Ισραήλ και τη Δύση. Το Δεκέμβριο ξέσπασε παλαιστινιακός εμφύλιος πόλεμος. Έκτοτε οι Παλαιστίνιοι της Δυτικής Όχθης ακολουθούν την Παλαιστινιακή Αρχή αναγνωρισμένη από τη διεθνή κοινότητα και το Ισραήλ, αλλά αυτοί της Γάζας διοικούνται από την οργάνωση Χαμάς, που έχει ως στόχο της την καταστροφή του Ισραήλ και την ανακήρυξη Ισλαμικού Παλαιστινιακού κράτους.
Στις 19 Δεκεμβρίου του 2008, η Χαμάς ανακοίνωσε μονομερώς τον τερματισμό της εκεχειρίας που είχε κηρυχθεί με το Ισραήλ και ταυτόχρονα δεκάδες αυτοσχέδιες οβίδες από τη Γάζα άρχισαν να πέφτουν καθημερινά μέσα και γύρω από τη γειτονική Ισραηλινή πόλη Σντερότ, στέλνοντας τον πανικόβλητο κόσμο στα καταφύγια, αλλά προξενώντας μόνον ένα θάνατο και ελάχιστες υλικές ζημιές. Μια εβδομάδα σχεδόν μετά τη λήξη της εξάμηνης εκεχειρίας, η ισραηλινή αεροπορία εξαπέλυσε 30 πυραύλους εναντίον στόχων στη Λωρίδα της Γάζας. Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 1.400, ενώ τουλάχιστον 5.100 άνθρωποι τραυματίστηκαν. Το Ισραήλ κατηγορήθηκε για προφανή χρήση του απαγορευμένου λευκού φωσφόρου στις επιθέσεις του κατά της Γάζας και έγιναν παγκόσμιες διαδηλώσεις οργής κατά των επιθέσεων στη Γάζα, ακόμη και από Εβραίους εκτός του Ισραήλ. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο επικεφαλής της Αστυνομίας στην πόλη, μέλος της Χαμάς και πολλοί άμαχοι πολίτες και παιδιά. Η περιοχή της Γάζας δεν έχει ανοικοδομηθεί έκτοτε και παραμένει σε αποκλεισμό, αντιμετωπίζοντας προβλήματα σίτισης, ύδρευσης & υγιεινής. Το Ισραήλ κατηγορήθηκε επίσημα από όλες τις ισλαμικές χώρες, την Βολιβία, τον Ισημερινό (Εκουαδόρ) και την Βενεζουέλα, η οποία μάλιστα διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις της με το Ισραήλ.
Στις 31 Μαΐου του 2010, στα πλαίσια του συνεχιζόμενου ναυτικού αποκλεισμού της Γάζας, το ισραηλινό κράτος κατέλαβε με στρατιωτική επίθεση, πλοία του διεθνούς στολίσκου που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα. Καταλήφθηκαν τα ελληνικά πλοία, «Ελεύθερη Μεσόγειος» και «Σφενδόνη», όπως και τα πλοία με σημαία ΗΠΑ και Ιρλανδίας. Υφίσταται ισχυρισμός ότι στην αρχή της επιχείρησης μερικοί επιβάτες ενός από τα πλοία, του τουρκικής σημαίας Μαβί Μαρμαρά (Mavi Marmara), ξυλοκόπησαν ισραηλινούς κομάντος, όταν αυτοί κατέβηκαν στο κατάστρωμα από ελικόπτερο και στη συνέχεια, υπό άγνωστες ακόμα συνθήκες, Ισραηλινοί σκότωσαν πλήθος επιβατών.
Οι ειδήσεις των διεθνών μέσων ενημέρωσης. έκαναν λόγο για 10 νεκρούς και 60 περίπου τραυματίες. Η επίθεση ξεσήκωσε σειρά επίσημων αντιδράσεων, ιδιαίτερα του τουρκικού κράτους που ανακάλεσε τον πρεσβευτή του στο Ισραήλ (για δεύτερη φορά σε μισό χρόνο) και έφερε το θέμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ενώ ο Τούρκος πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν επέσπευσε την επιστροφή του από επίσημη επίσκεψη στην Χιλή. Η ελληνική κυβέρνηση έθεσε σε λειτουργία τον μηχανισμό διαχείρισης κρίσεων και ανακοίνωσε τη ματαίωση κοινής άσκησης της ελληνικής και ισραηλινής πολεμικής αεροπορίας. Ανεπίσημες αντιδράσεις με διαμαρτυρίες πραγματοποιήθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Μαυριτανία, μία από τις τρεις αραβικές χώρες που αναγνώρισαν το Ισραήλ, «πάγωσε» τις διπλωματικές σχέσεις αρχικά, εκδίωξε τον ισραηλινό πρεσβευτή και το προσωπικό της πρεσβείας τον Μάρτιο του 2009 και τελικά διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις στις 21 Μαρτίου 2010.
Το επίσημο κράτος έως τώρα θεωρεί την επίθεση πλήρως δικαιολογημένη.
Ο ΟΗΕ διόρισε ειδική επιτροπή για να μελετήσει τη νομιμότητα του ισραηλινού ναυτικού αποκλεισμού της Γάζας, αλλά και της κατάληψης των σκαφών.
Η επιτροπή αποφάνθηκε ότι το Ισραήλ έδρασε «νόμιμα, αλλά υπερβολικά».
Στις 17 Νοεμβρίου 2012 η Γάζα εκτοξεύει ρουκέτες στο Ισραήλ και στο Τελ Αβίβ ηχούν σειρήνες πολέμου. Το Ισραήλ αμύνεται με αμυντικά οπλικά συστήματα.
Ήδη 737 ρουκέτες έχουν εκτοξευθεί από τη Γάζα προς το Ισραήλ, από τις οποίες 492 χτύπησαν το στόχο ενώ 245 απετράπησαν από το αμυντικό σύστημα “IRON DOME”.
Ισραήλ με μια ματιά
Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Ιερουσαλήμ.
Έγιναν ανεξάρτητο κράτος στις 14 Μαΐου 1948.
Το νόμισμα τους είναι το Νέο ισραηλινό σεκέλ.
Ισραήλ σχετικές ειδήσεις:
Κυριάκος Μητσοτάκης: «Η τριμερής συνεργασία είναι θεμέλιο ειρήνης, σταθερότητας και ευημερίας»
Κυριάκος Μητσοτάκης: «Η τριμερής συνεργασία είναι θεμέλιο ειρήνης, σταθερότητας και ευημερίας. Θεμέλιο που υπηρετούν σταθερά η Ελλάδα, η Αίγυπτος και η Κύπρος» τόνισε ο πρωθυπουργός ξεκινώντας τις κοινές δηλώσεις που ακολούθησαν - και είναι αυτή την ώρα σε εξέλιξη - μετά τη συνάντηση που είχε με τον πρόεδρο της Αιγύπτου, Αμπντέλ Φατάχ Αλ Σίσι.
Κυριάκος Μητσοτάκης: Η Ελλάδα θα είναι κερδισμένη από τις ανακατατάξεις στην παγκόσμια οικονομία λόγω κορωνοϊού
Μητσοτάκης για ελληνική οικονομία: Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη συζήτηση που είχε με τον δημοσιογράφο John Defterios, η οποία προβλήθηκε στο 5ο EU – Arab World , εξέφρασε την πεποίθηση ότι η Ελλάδα θα βγει κερδισμένοι από τις ανακατατάξεις σε παγκόσμιο επίπεδο.
Γιώργος Κατρούγκαλος: Ας κρατάμε μικρό καλάθι με την εκλογή του Μπάιντεν
Γιώργος Κατρούγκαλος Μπάιντεν: Σε συνέντευξή του ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ μίλησε για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων υπό το πρίσμα των αμερικανικών εκλογών και εξέφρασε επιφυλάξεις για την αλλαγή της στάσης των ΗΠΑ. «Η εξωτερική πολιτική της Αμερικής καθορίζεται από συμφέροντα» σημείωσε.