Αναδύθηκαν μέσα από τη βρετανική blues σκηνή και είναι ένα από τα δέκα πρώτα συγκροτήματα σε πωλήσεις, στην ιστορία της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Αποτελούνταν από τον Τζίμι Πέιτζ (κιθάρα, μαντολίνο, θερεμίν), τον Ρόμπερτ Πλαντ (φωνητικά, φυσαρμόνικα), τον Τζον Πωλ Τζόουνς (μπάσο, πλήκτρα, μαντολίνο, φλογέρα ) και τον Τζον Μπόναμ (τύμπανα). Θεωρούνται πρωτοπόροι στην δημιουργία νεότερων ειδών μουσικής, όπως το χέβι μέταλ και το χαρντ ροκ (που κυριάρχησαν τις δεκαετίες του ’70 και του ’80) και η μουσική τους είχε επιρροές από άλλα είδη, όπως η μπλουζ και το ροκ εντ ρολ.
1968-1971
Οι Led Zeppelin απέκτησαν το όνομα τους μετά από πρόταση του ντράμερ των The Who, Κιθ Μουν, ο οποίος τους το πρότεινε μετά την απόρριψη του αρχικού τους ονόματος, “The New Yardbirds”, από την εταιρεία τους, λόγω πνευματικών δικαιωμάτων. Το πρώτο τους, ομώνυμο άλμπουμ, ηχογραφήθηκε το φθινόπωρο του 1968, στα “Olympic Studios” του Λονδίνου, για να κυκλοφορήσει στις 12 Ιανουαρίου 1969 από την “Atlantic”, ανεβαίνοντας στο αμερικανικό και το βρετανικό Top-10, συνοδευόμενο από το σινγκλ “Good Times Bad Times”, το οποίο γνώρισε μικρή επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες, φθάνοντας ως το # 80.
Στις 26 Δεκεμβρίου του 1968, οι Led Zeppelin έδωσαν την πρώτη τους συναυλία, στο Ντένβερ των Ηνωμένων Πολιτειών. Την άνοιξη του 1969, περιόδευσαν στη Μεγάλη Βρετανία και μετά από διάλειμμα μιας εβδομάδας, συνέχισαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, ξεκινώντας στις 24 Απριλίου, στο Σαν Φρανσίσκο. Τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς, επέστρεψαν για δεύτερη φορά στην πατρίδα τους, για να συνεχίσουν όλο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τις πρώτες τους συναυλίες εκτός Ηνωμένων Πολιτειών και Μεγάλης Βρετανίας, τις έδωσαν στις αρχές Οκτωβρίου στην Ολλανδία και τη Γαλλία, για να επιστρέψουν για άλλη μία περιοδεία στην Αμερική.
Στα ενδιάμεσα διαστήματα από τις συνεχείς περιοδείες, οι Led Zeppelin ηχογραφούσαν νέα κομμάτια για το δεύτερο τους άλμπουμ, “Led Zeppelin II”, το οποίο κυκλοφόρησε στις 22 Οκτωβρίου του 1969, ανεβαίνοντας στην πρώτη θέση των περισσότερων τσαρτ του κόσμου. Παρ’ όλη τη δυσαρέσκεια του συγκροτήματος ως προς την κυκλοφορία σινγκλ, η εταιρεία τους επέμεινε στο να κυκλοφορήσει το τραγούδι “Whole Lotta Love”, στην Αμερική, όπου και βραβεύθηκε ως χρυσό, φθάνοντας στο # 4 των αμερικανικών τσαρτ.
Το συγκρότημα συνέχισε περιοδεύοντας ακατάπαυστα. Τον Ιανουάριο του 1970 περιόδευσαν στην Αγγλία, για να συνεχίσουν τον Μάρτιο με την πρώτη τους ευρωπαϊκή περιοδεία, περνώντας από τη Φινλανδία, τη Σουηδία, την Ολλανδία, τη Δανία, το Βέλγιο, την Ελβετία, την Αυστρία και τη Γερμανία. Αμέσως, μετά, επέστρεψαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για να παίξουν 25 συναυλίες σε 28 ημέρες, από τις 21 Μαρτίου μέχρι τις 18 Απριλίου 1970. Το καλοκαίρι τους πέρασε με άλλη μία περιοδεία στη Βόρεια Αμερική, ενώ ενδιάμεσα από όλες αυτές τις ζωντανές εμφανίσεις ηχογράφησαν τον τρίτο τους δίσκο με τίτλο “Led Zeppelin III”, το οποίο έγινε το δεύτερο τους άλμπουμ το οποίο ανέβηκε στην κορυφή των τσαρτ και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Μαζί με το δίσκο, κυκλοφόρησε στην Αμερική το σινγκλ “Immigrant Song”, το οποίο ανέβηκε στο # 15.
Οι περιοδείες συνεχίστηκαν τον Μάρτιο του 1971 με άλλη μία βρετανική περιοδεία, την οποία διαδέχθηκε συναυλίες στη Δανία και την Ιταλία, δύο μήνες αργότερα. Από το Δεκέμβριο του 1970 μέχρι και το Μάρτιο του 1971, οι Led Zeppelin ηχογράφησαν το τέταρτο άλμπουμ τους, το οποίο κυκλοφόρησε στις 8 Νοεμβρίου του 1971. Το εξώφυλλο του δίσκου δεν έφερε καμία επιγραφή και γι’ αυτό το λόγο, οι φίλοι του συγκροτήματος το αποκαλούν “Led Zeppelin IV” ή “Untitled”. Ένα από τα γνωστότερα τραγούδια όλων των εποχών, το “Stairway to Heaven”, βρίσκεται σε αυτό το δίσκο μαζί με άλλες επιτυχίες όπως το “Rock and Roll”, το “When the Levee Breaks” και το “Black Dog”. Το συγκρότημα αρνήθηκε να κυκλοφορήσει το “Stairway to Heaven” σε μορφή σινγκλ και γι’ αυτό η “Atlantic” εξέδωσε τα κομμάτια “Black Dog” (# 15) και “Rock and Roll” (# 47). Το τέταρτο άλμπουμ των Led Zeppelin, θεωρείται ένα από τα 100 καλύτερα άλμπουμ στην ιστορία της μουσικής σύμφωνα με το περιοδικό “Rolling Stone”, ενώ το περιοδικό “Classic Rock” το έχει χαρακτηρίσει ως το καλύτερο βρετανικό ροκ άλμπουμ όλων των εποχών. Μέχρι το 2006, το “Led Zeppelin IV” είχε πουλήσει πάνω από 23 εκατομμύρια αντίτυπα, μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες.
1971-1976
Το φθινόπωρο του 1971, συνέχισαν με μία μεγάλη περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ στα τέλη Σεπτεμβρίου επισκέφθηκαν για πρώτη φορά την Ιαπωνία. Το χειμώνα του 1971 επέστρεψαν στη Μεγάλη Βρετανία και το Φεβρουάριο του 1972 έπαιξαν στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Κατά τη διάρκεια του 1972, ηχογράφησαν το πέμπτο τους άλμπουμ, το οποίο κυκλοφόρησε στις 28 Μαρτίου του 1973 με τίτλο “Houses of the Holy”. Το “Houses of the Holy” έγινε ο τρίτος δίσκος του συγκροτήματος, ο οποίος ανέβηκε στην κορυφή των αμερικανικών και βρετανικών τσαρτ ταυτόχρονα, ενώ το σινγκλ “D’yer Mak’er” ανέβηκε στο αμερικανικό Top-20.
Για την προώθηση του, οι Led Zeppelin περιόδευσαν όλο το Μάρτιο στην Ευρώπη και έκαναν δύο περιοδείες στη Βόρεια Αμερική, το Μάιο και τον Ιούλιο. Στις 5 Μαΐου του 1973, έσπασαν το ρεκόρ των Beatles στα “Tampa Stadium” της Φλόριντα, παίζοντας μπροστά σε 56.800 οπαδούς τους, για να κλείσουν τις περιοδείες τους με τρεις sold out συναυλίες στο “Madison Square Garden” της Νέας Υόρκης, στις 27, 28 και 29 Ιουλίου 1973.Οι τρεις τελευταίες συναυλίες, αποτυπώθηκαν στο ζωντανό δίσκο και βίντεο “The Song Remains the Same”, το οποίο κυκλοφόρησε τρία χρόνια αργότερα.
Το 1974, ήταν η πρώτη χρονιά κατά τη διάρκεια της οποίας το συγκρότημα αποφάσισε να κάνει διάλειμμα από τις συνεχείς περιοδείες και να αφοσιωθεί στις ηχογραφήσεις του επόμενου δίσκου του. Επίσης εκείνη τη χρονιά, δημιούργησαν τη δική τους δισκογραφική εταιρεία, με την ονομασία “Swan Song”, η οποία λειτούργησε μέχρι το 1982.
Τον Φεβρουάριο του 1975, κυκλοφόρησαν το διπλό δίσκο “Physical Graffiti”, το οποίο γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία και αποτέλεσε το έναυσμα για να εισέλθουν και πάλι τα προηγούμενα πέντε άλμπουμ του συγκροτήματος στα αμερικανικά τσαρτ, με αποτέλεσμα να υπάρχουν εβδομάδες κατά τις οποίες τα έξι από τα πρώτα εκατό άλμπουμ σε πωλήσεις να είναι αυτά του καταλόγου των Led Zeppelin. Το “Physical Graffiti”, περιείχε επτά τραγούδια προερχόμενα από παλιότερες ηχογραφήσεις και οκτώ καινούρια.
Το σινγκλ “Trampled Under Foot” ανέβηκε στο αμερικανικό Top-40 και ο δίσκος παρουσίασε τόσο μεγάλες πωλήσεις, ώστε το 2006 είχε φθάσει στο να είναι 16 φορές πλατινένιος. Μία πολύ μεγάλη περιοδεία, στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά ξεκίνησε στις 18 Ιανουαρίου του 1975 και τελείωσε στις 27 Μαρτίου, ενώ πέντε συναυλίες, στις 17, 18, 23, 24, και 25 Μαΐου του 1975 στο “Earls Court” του Λονδίνου, έγιναν sold out. Αρχικά, οι εν λόγω συναυλίες είχαν κλειστεί για τις τελευταίες τρεις ημερομηνίες, αλλά τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν σε τέσσερις ώρες, γεγονός που τους ανάγκασε να κλείσουν άλλες δύο ημέρες, στις 17 και 18 του μήνα.
Τον Αύγουστο του 1975, ο Ρόμπερτ Πλαντ είχε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα μαζί με τη σύζυγο του, Μωρήν, ενώ βρισκόταν για διακοπές, στη Ρόδο. Λόγω προβλήματος στον αστράγαλο, ο Πλαντ δεν μπορούσε να περιοδεύσει και έτσι οι Led Zeppelin ξεκίνησαν τις ηχογραφήσεις του επόμενου δίσκου τους, ο οποίος κυκλοφόρησε στις 31 Μαρτίου του 1976, με τον τίτλο “Presence”.Παρ’ όλη την επιτυχία που γνώρισε φθάνοντας για άλλη μια φορά στο # 1 των τσαρτ, ο δίσκος έλαβε μέτριες κριτικές από μουσικοκριτικούς και κοινό.Τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς κυκλοφόρησε το ζωντανά ηχογραφημένο από το 1973, “The Song Remains the Same”, ανεβαίνοντας στην κορυφή των βρετανικών τσαρτ.
1977-1980
Την 1 Απριλίου του 1977, ξεκίνησαν μία πολύ μεγάλη περιοδεία στη Βόρεια Αμερική, η οποία τελείωσε στο Όκλαντ στις 24 Ιουλίου του 1977, πουλώντας κατά μέσο όρο 72.000 εισιτήρια ανά συναυλία. Αυτή ήταν και η τελευταία περιοδεία του συγκροτήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Χαρακτηριστικό της έντασης κατά την διάρκεια της περιοδείας, στην προτελευταία ημέρα της ο ντράμερ του συγκροτήματος, Τζον Μπόναμ, συνελήφθη μαζί με κάποια μέλη του μάνατζμεντ των Led Zeppelin, λόγω της επίθεσης που δέχθηκε μέλος της οργανωτικής επιτροπής της συναυλίας. Οι τελευταίες εφτά συναυλίες της περιοδείας, οι οποίες ήταν κλεισμένες από τις 30 Ιουλίου μέχρι τις 13 Αυγούστου του 1977, αναβλήθηκαν λόγω του θανάτου του πεντάχρονου γιου του τραγουδιστή Ρόμπερτ Πλαντ, από στομαχική ίωση.
Το Νοέμβριο του 1978, ηχογράφησαν το όγδοο στούντιο άλμπουμ τους στη Στοκχόλμη της Σουηδίας.O δίσκος κυκλοφόρησε στις 15 Αυγούστου του 1979 με τίτλο “In Through the Out Door”, λαμβάνοντας μέτριες κριτικές, λόγω του πειραματισμού του συγκροτήματος,αλλά ανεβαίνοντας για άλλη μια φορά στην πρώτη θέση των αμερικανικών και βρετανικών τσαρτ. Στις 4 και 11 Αυγούστου 1979, οι Led Zeppelin εμφανίστηκαν ως πρώτο όνομα στο φεστιβάλ του “Knebworth”, παίζοντας μπροστά σε πάνω από 100.000 οπαδούς και τις δύο βραδιές.Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο το 1980, περιόδευσαν στην κεντρική Ευρώπη, περνώντας από τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Αυστρία και την Ελβετία.
- Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1980, ο βοηθός του συγκροτήματος, Ρεξ Κινγκ, παρέλαβε με το αυτοκίνητο του τον Τζον Μπόναμ με τελικό προορισμό τα “Bray Studios”. Στη διαδρομή, ο Μπόναμ ήπιε τέσσερις τετραπλές μερίδες βότκα, ενώ συνέχισε να πίνει κατά τη διάρκεια της πρόβας. Μετά την πρόβα, συνέχισαν στο σπίτι του κιθαρίστα Τζίμι Πέιτζ, όπου και ο Μπόναμ αποκοιμήθηκε μετά από μεγάλες δόσεις αλκοόλ.
- Το μεσημέρι της επόμενης ημέρας, ο Τζον Πωλ Τζόουνς βρήκε τον Μπόναμ νεκρό.
- Η αιτία θανάτου, ήταν αναρρόφηση εμετού, κατά τη διάρκεια του ύπνου του, ενώ δε βρέθηκαν ναρκωτικές ουσίες στο αίμα του.
- Η περιοδεία στη Βόρεια Αμερική, η οποία είχε προγραμματισθεί για τον Οκτώβριο του 1980 αναβλήθηκε, παρ’ όλες τις φήμες για αντικατάσταση του Μπόναμ.
- Στις 4 Δεκεμβρίου του 1980, τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος ανακοίνωσαν την οριστική διάλυση των Led Zeppelin.