ΛΟΑΤ (αγγλικά: LGBT) είναι ένα αρκτικόλεξο που προέρχεται από τις λέξεις Λεσβία, Ομοφυλόφιλος, Αμφιφυλόφιλος και Τρανς, το οποίο μερικές φορές συναντάται και ως ΛΟΑΔ, ερμηνεύοντας τα τρανς άτομα ως διαφυλικά. Το διεθνές αρκτικόλεξο είναι LGBT ή GLBT (Lesbian, Gay, Bisexual και Transgender).
Σε χρήση από το 1990, ο όρος είναι μια προσαρμογή των αρχικών LGB, που αντικατέστησε τον όρο γκέι όσον αφορά τη γκέι κοινότητα στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Οι ακτιβιστές θεώρησαν ότι ο όρος γκέι κοινότητα” δεν αντιπροσώπευε επακριβώς εκείνους στους οποίους αναφερόταν.
Ο όρος αναφέρεται σε όλα τα άτομα εκτός των ετεροφυλοφίλων και των cisgender (των ατόμων που συμφωνούν με το φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση), καθώς αυτές οι ομάδες είναι αποδεκτές από την κοινωνία και δεν αντιμετωπίζουν ρατσισμό.
Για να γίνει ορατή αυτή η συμπερίληψη, τελευταία χρησιμοποιείται μία νέα ποικιλομορφία στο αρκτικόλεξο, η οποία προσθέτει το γράμμα Κ για τα άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως queer ή questioning. Το ΛΟΑΤΚ (LGBTQ) εμφανίστηκε το 1996. Κάποιοι συμπεριλαμβάνουν τα ίντερσεξ άτομα, με αποτέλεσμα την επέκταση ΛΟΑΤΙ (LGBTI). Το αρκτικόλεξο μπορεί να χρησιμοποιηθεί συνδυασμένα ως ΛΟΑΤΚΙ (LGBTQI).
Το αν αυτοπροσδιορίζονται ανοιχτά ως ΛΟΑΤ, αυτά τα άτομα, εξαρτάται από το πολιτικό σκηνικό του τόπου τους και από το αν ζουν σε ένα διακριτικό και μεροληπτικό περιβάλλον, ή απλά από την κατάσταση των ΛΟΑΤ δικαιωμάτων που υπάρχει στη χώρα που ζουν.