Μέλη του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ) είναι ελληνικές και ευρύτερα κοινοτικές πλοιοκτήτριες και διαχειρίστριες εταιρείες επιβατηγών – οχηματαγωγών και επιβατηγών εν γένει πλοίων, τα οποία δραστηριοποιούνται στον χώρο της ακτοπλοΐας, των διεθνών γραμμών και της κρουαζιέρας. Ο ΣΕΕΝ είναι θεσμικός συνομιλητής του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και της Ελληνικής Κυβέρνησης για τη διαμόρφωση του ακτοπλοϊκού δικτύου και γενικότερα για όλα τα ζητήματα της επιβατηγού ναυτιλίας και νησιωτικής πολιτικής. Ως κοινωνικός εταίρος διαπραγματεύεται και υπογράφει τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας πληρωμάτων, ενώ είναι μέλος και του ΣΕΤΕ (Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων).
Σκοπός του ΣΕΕΝ είναι η προάσπιση, προαγωγή και προβολή της σημασίας και συμβολής της επιβατηγού ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία, στην προώθηση του τουριστικού προϊόντος της Χώρας και στην ανάπτυξη των νησιωτικών περιοχών, καθώς και η ανάληψη πρωτοβουλιών και ενεργειών για τη βελτιστοποίηση του λειτουργικού και θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της επιβατηγού ναυτιλίας στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και παγκοσμίως. Αποστολή του είναι να συμβάλει στον περαιτέρω εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη της σύγχρονης ελληνικής επιβατηγού ναυτιλίας, που δημιουργεί ένα ανταγωνιστικό εθνικό κεφάλαιο στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό.
Ιστορία του Συνδέσμου
Ο Σύνδεσμος αριθμεί 99 χρόνια λειτουργίας. Ιδρύθηκε με αρχικό τίτλο «Πανελλήνιος Ακτοπλοϊκή Ένωσις» κατά την πρώτη Γενική Συνέλευση των ιδρυτικών μελών του στις 30 Απριλίου 1921, ενώ το πρώτο Καταστατικό που είχε συνταχθεί από τις 15 Μαρτίου 1921, εγκρίθηκε από το Πρωτοδικείο Πειραιά δύο περίπου μήνες αργότερα, στις 19 Μαΐου του ίδιου έτους.
Σύμφωνα με το αρχικό Καταστατικό, δικαίωμα να είναι κανείς μέλος είχε «Πας Έλλην ή εταιρεία οιαδήποτε, ιδιοκτήτης επιβατηγού ακτοπλοϊκού πλοίου χωρητικότητας ολικής άνω των πενήντα κόρων διαχειριζόμενος είτε μη τούτο δύναται να αποτελέσει μέλος» και σκοπός της Ένωσης ήταν «η δια κοινής συνεργασίας μελέτη και εφαρμογή των μέσων προς προστασίαν και προαγωγήν της δρομολογιακής εν γένει συγκοινωνίας επί ευρύτερων βάσεων αναλόγως των τότε συνθηκών προς κοινόν όφελος».
Τα ιδρυτικά μέλη ήταν 30, μεταξύ των οποίων οι εταιρείες:
- Ελληνική Εταιρεία Θαλασσίων Επιχειρήσεων (12 πλοία),
- Εθνική Ατμοπλοΐα της Ελλάδος (11 πλοία),
- Ατμοπλοΐα Αδελφών Γιαννουλάτου (9 πλοία),
- Ατμοπλοΐα Πανταλέων (6 πλοία),
- Ατμοπλοΐα Αδελφών Χατζηκωνσταντή (3 πλοία),
- Ατμοπλοΐα Ελ. Βελιώτη (3 πλοία),
- Ατμοπλοΐα Π. Δαμουλάκη (2 πλοία),
- Ατμοπλοΐα Αδελφών Παντελή (2 πλοία),
- Ατμοπλοΐα Κ. Τόγια (2 πλοία),
- Ηπειρωτική Ατμοπλοΐα (2 πλοία),
- Επτανησιακή Ατμοπλοΐα (2 πλοία),
- Νησιωτική Ατμοπλοΐα (2 πλοία),
- καθώς και 18 ακόμη εταιρείες με 1 πλοίο.
Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο που εκλέχθηκε κατά τη Γενική Συνέλευση της 30ής Απριλίου 1921, συγκρότησαν οι:
- Λεωνίδας Εμπειρίκος (Πρόεδρος),
- Γεώργιος Θεοδωρακάκος (Αντιπρόεδρος),
- Ηλίας Βλασσόπουλος (Γεν. Γραμματέας),
- Δημήτριος Μερίντζος (Ταμίας)
- και μέλη οι Ελευθέριος Βελλιώτης, Αντώνιος Γιαννουλάτος, Παύλος Δημουλάκης, Νικόλαος Πανταλέων, Δημήτριος Παντελής.
Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1921, προστέθηκαν 10 ακόμη ατμοπλοϊκές εταιρείες ως μέλη της Ένωσης, οι Πειραϊκή Ατμοπλοΐα Γ. Δομεστίνη (3 πλοία), Ατμοπλοΐα Μεσογείου – Ευξείνου (2 πλοία) και 8 ακόμη εταιρείες με 1 πλοίο. Την επόμενη τριετία (μέχρι το 1924) είχαν προστεθεί 15 ακόμη (Απ. Ρίγγα, Μ. Διακάκη, Κυκλαδική, Κεφαλληνιακή, Δωδεκανησιακή, Ιωνίας, Σαρωνικός, κλπ.), ενώ με τη διάλυση της Διεύθυνσης Θαλασσίων Μεταφορών το 1922 (είχε συσταθεί από το ελληνικό κράτος για την αντιμετώπιση των αναγκών του έθνους κατά τη διάρκεια των πολέμων), τα πλοία περιήλθαν στους φυσικούς τους πλοιοκτήτες, ο συνολικός αριθμός των οποίων ανήλθε σε 122.
Την εποχή εκείνη η Ένωση βρέθηκε κάτω από αντίξοες περιστάσεις, καθώς ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και στη συνέχεια η Μικρασιατική Καταστροφή προκάλεσαν την κατάρρευση της Ελλάδας “των πέντε θαλασσών και δύο ηπείρων” και μοιραία η δραστηριότητα της ελληνικής ακτοπλοΐας περιορίστηκε στον στενό πλέον ελλαδικό χώρο (Αιγαίο, Ιόνιο και Κρητικό Πέλαγος), συρρικνώνοντας δραματικά τη διακίνηση επιβατών και εμπορευμάτων.
Με την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο θαλασσίων μεταφορών και ως τις 31 Οκτωβρίου 1940 είχε ολοκληρωθεί η επίταξη των πλοίων. Μεταξύ 6ης Απριλίου και 31ης Μαΐου 1941, κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα, ο ακτοπλοϊκός στόλος καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς κι ενώ προηγουμένως είχε προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, χωρίς απώλειες. Τα Γραφεία της Ένωσης στεγάζονταν από την ίδρυσή της στο Μέγαρο Γιαννουλάτου στον Πειραιά, όμως στις 6 Ιουνίου 1941 το κτίριο επιτάχθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα και ο τότε Πρόεδρος Παναγής Γιαννουλάτος μετέφερε τα αρχεία του σωματείου στο Ναυτικό Επιμελητήριο της Ελλάδος. Η Ένωση ενεργοποιήθηκε ξανά μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας και η πρώτη μεταπολεμική Γενική Συνέλευση πραγματοποιήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 1945.
Το 1969 με τροποποίηση του Καταστατικού η επωνυμία της Ένωσης έγινε «Ένωσις Εφοπλιστών Επιβατηγών Πλοίων». Είχε προηγηθεί η σχετική απόφαση στη Γενική Συνέλευση της 27ης Δεκεμβρίου 1968, με το σκεπτικό ότι η νέα επωνυμία «αφ’ ενός μεν είναι πλέον αντιπροσωπευτική του αντικειμένου της Ενώσεως, αφ’ ετέρου δε επιτρέπει τη δυνατότητα συμμετοχής πλοιοκτητών ασχολουμένων με την εκμετάλλευσιν παντός τύπου και κατηγορίας επιβατηγών πλοίων εις τρόπον ώστε να καταστεί δυνατή η συμμετοχή, σε μίαν ευρύτεραν της παρούσης Ένωσιν, πάντων των με το επιβατηγόν πλοίον ασχολουμένων».
Το 2004 με νέα τροποποίηση του Καταστατικού μετονομάστηκε σε «Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας», όπως ισχύει μέχρι σήμερα. Είχε εγκριθεί ομόφωνα στη Γενική Συνέλευση τον Ιανουάριο του ίδιου έτους κι έπειτα από τις προβλεπόμενες διαδικασίες κύρωσης από το Πρωτοδικείο επισημοποιήθηκε την 28η Δεκεμβρίου 2004, ώστε «να διευρυνθούν οι στόχοι και σκοποί του Συνδέσμου, με την εγγραφή μελών που αναπτύσσουν κάθε είδους δραστηριότητα στις θαλάσσιες μεταφορές με επιβατηγά και επιβατηγά – οχηματαγωγά πλοία».