Παντρεμένη αρχικά με το ζωγράφο Νίκο Νικολάου, ερχόταν σε συχνή επαφή με πολλούς δημιουργούς του πνεύματος όπως τους Τσαρούχη, Εγγονόπουλο, Μόραλη, Καπράλο (γλύπτη) απ’ τους οποίους επηρεάστηκε πολύ στη δουλειά της, όπως δήλωσε στη μοναδική της συνέντευξη. Η θεατρική της πορεία, στο ξεκίνημά της, δεν υπήρξε εύκολη, λόγω του ότι ο πατέρας της δεν συμφωνούσε με την προοπτική να γίνει ηθοποιός. Έτσι η Νικηφοράκη γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά στα κρυφά έφευγε και παρακολουθούσε θεατρικές σπουδές.
Απόφοιτος με άριστα της Δραματικής Σχολής (σύγχρονη με την Ασπασία Παπαθανασίου, τη Μελίνα Μερκούρη, τον Ανδρέα Φιλιππίδη κ.α.) του –τότε- Βασιλικού Θεάτρου με δάσκαλους το Ροντήρη και τον Βεάκη, εντάχθηκε άμεσα στο δυναμικό του. Πρώτη σκηνική παρουσία της υπήρξε η συμμετοχή της στο Χορό της παράστασης «Ηλέκτρα». Η πρώτη ερμηνεία της πραγματοποιήθηκε σε ηλικία 21 ετών, στο έργο «Πέερ Γκυντ» του Ερρίκου Ίψεν στο Εθνικό Θέατρο. Λίγα χρόνια μετά εντάχθηκε σε ανεξάρτητο θίασο μαζί με τις Βάσω Μανωλίδου και Μαίρη Αρώνη.
- Πρωταγωνίστησε, μεταξύ άλλων, στα έργα «Άνθρωποι και Ποντίκια» και «Όνειρο Θερινής Νύκτας» σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν, που παίχθηκαν στο Εθνικό Θέατρο.
- Υπήρξε (σε δεύτερο γάμο) σύζυγος του θιασάρχη ηθοποιού Νίκου Χατζίσκου και συνθιασάρχης του στο υπαίθριο θέατρο «Κήπος» του Εθνικού Κήπου, όπου πραγματοποίησαν πρωτοποριακές εκδηλώσεις.
- Μαζί του δημιούργησε αρκετές ακόμη θεατρικές σκηνές όπως η «Κάβα» και έπαιξαν ενδιαφέροντες ρόλους. Από ανθρώπους της τέχνης θεωρείται μία από τις πιο αγαπημένες δασκάλες του θεάτρου.