Τζένη Καρέζη

Τζένη Καρέζη
Η Τζένη Καρέζη ήταν μία από τις δημοφιλέστερες Ελληνίδες ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου.

Ο πατέρας της, Κωνσταντίνος Καρπούζης, ήταν γυμνασιάρχης και μαθηματικός με καταγωγή από το Μεσολόγγι και η μητέρα της, Θεώνη Καρπούζη (το γένος Λάφη), δασκάλα. Πέρασε τα σχολικά της χρόνια πρώτα στη Θεσσαλονίκη, εσωτερική στην «Ελληνογαλλική σχολή Καλογραιών Καλαμαρί» και κατόπιν στην Αθήνα, στην Ελληνογαλλική Σχολή «Άγιος Ιωσήφ».

Ως μαθήτρια έπαιξε στο έργο «Αντιγόνη» του Σοφοκλή στο θέατρο Rex, σε μια παράσταση των τελειοφοίτων της Σχολής «Άγιος Ιωσήφ». Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου για να πρωταγωνιστήσει επί τέσσερις δεκαετίες στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Η Τζένη Καρέζη, παρά την αρνητική στάση του πατέρα της, κατάφερε και μπήκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 1951. Δάσκαλοι της ήταν οι Δημήτρης Ροντήρης (ο οποίος ήταν και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου), Άγγελος Τερζάκης, Γεώργιος Παππάς, Έλεν Τσουκαλά, Κωστής Μιχαηλίδης, Πέλος Κατσέλης κ.ά. Συμμαθητές της ήταν μεταξύ άλλων οι Ρίκα Διαλυνά, Πέτρος Λοχαϊτης, Κώστας Κοκκάκης, Αλίκη Βουγιουκλάκη και Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Αποφοίτησε από την Δραματική Σχολή το 1954 με άριστα.

Τον Οκτώβριο του 1954 έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο, στο έργο «Ωραία Ελένη», δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Την ίδια χρονιά έπαιξε πλάι στην Κατίνα Παξινού στο έργο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα».

Το 1955 πρωτοεμφανίζεται στον κινηματογράφο, συμμετέχοντας -ως πρωταγωνίστρια μάλιστα- στην ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Η ταινία σημείωσε μεγάλη επιτυχία, κάτι που έδωσε το έναυσμα να γυριστεί και η συνέχειά της, το Λατέρνα, φτώχεια και γαρίφαλο το 1957. Η ταινία αυτή αποτέλεσε το πρώτο σίκουελ στον Ελληνικό κινηματογράφο.

Στο Εθνικό Θέατρο έμεινε μέχρι το 1959. Από το 1960 στράφηκε στο ελεύθερο θέατρο, συγκροτώντας θιάσους με όλα σχεδόν τα διάσημα ονόματα του ελληνικού θεάτρου, όπως ενδεικτικά τον Κώστα Μουσούρη.Παράλληλα με την εμπορική άνθιση του Ελληνικού κινηματογράφου, η Τζένη Καρέζη καθιερωνόταν ως μια από τις μεγαλύτερες σταρ της Ελλάδας. Ο Τύπος της εποχής την έχρισε ως «το αντίπαλον δέος» της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Ωστόσο η μεγαλύτερη δύναμη της Καρέζη βρισκόταν πάντα στο θέατρο, ενώ αντίθετα της Αλίκης στον κινηματογράφο.

Στον κινηματογράφο γύρισε συνολικά 33 ταινίες. Το 1958 πρωταγωνίστησε στην ταινία του Γιώργου Ζερβού «Η λίμνη των πόθων», η οποία διακρίθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κορκ στην Ιρλανδία, παίρνοντας το αργυρό μετάλλιο. Την επόμενη χρονιά έπαιξε στην ταινία «Το νησί των γενναίων», στο οποίο ερμήνευσε αξέχαστα το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Μην τον ρωτάς τον ουρανό». Το 1960 μετέφερε τη μεγάλη της θεατρική επιτυχία «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» στον κινηματογράφο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη και με συμπρωταγωνιστές τους Διονύση Παπαγιαννόπουλο και Ντίνο Ηλιόπουλο.

Το 1963 ήταν μια χρονιά σταθμός για την κινηματογραφική της καριέρα. Πρωταγωνίστησε στην ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Τα κόκκινα φανάρια». Η ταινία ήταν υποψήφια για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας στην 36η απονομή τον Απρίλιο του 1964, ενώ έλαβε μέρος και στο Διεθνές Φεστιβάλ των Καννών την άνοιξη του 1964. Η τεράστια επιτυχία της ταινίας έκανε τον Φιλοποιμένα Φίνο να την εντάξει στην εταιρία του Φίνος Φίλμ, ως αδιαμφισβήτητη σταρ. Με την επιστροφή της στη Φίνος Φιλμ η Καρέζη γύρισε τις δραματικές ταινίες «Λόλα» και «Ένας μεγάλος έρωτας» και την κλασική πλέον κωμωδία «Δεσποινίς Διευθυντής». Την περίοδο 1965-1966 γύρισε τις δυο μεγαλύτερες κινηματογραφικές της επιτυχίες «Μια τρελή… τρελή οικογένεια» και «Τζένη Τζένη», οι οποίες εκτόξευσαν την δημοτικότητα της στα ύψη.

Το 1966 γύρισε τη μοναδική ξενόγλωσση ταινία της «Μια σφαίρα στην καρδιά», ελληνογαλλικής παραγωγής σε σκηνοθεσία Ζαν Ντανιέλ Πολέ και με μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Η ταινία αποδείχθηκε εμπορική αποτυχία, όπως και η επόμενη ταινία της, το «Εκείνος και Εκείνη» της Φίνος Φιλμ. Το 1967 συμπρωταγωνίστησε για πρώτη φορά με τον Κώστα Καζάκο στο πολεμικό δράμα «Κοντσέρτο για πολυβόλα». Η ταινία είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, κόβοντας συνολικά 427.698 εισιτήρια. Το 1972 γύρισε την ταινία «Ερωτική συμφωνία» σε σενάριο δικό της και σκηνοθεσία Κώστα Καζάκου. Η «Λυσιστράτη» ήταν η τελευταία κινηματογραφική ταινία της.

Σε όλη την δεκαετία του 60 θεατρικά η Καρέζη σημείωσε τεράστιες εμπορικές επιτυχίες, παίζοντας συνήθως μπουλβάρ, όπως το «Μαίρη Μαίρη», «Δεσποινίς Διευθυντής», «Ένας Ιππότης για την Βασούλα», «Η Κυρία δε με μέλει» κ.ά. Μετά το 1968 και την θεατρική επιτυχία «Θεοδώρα η Μεγάλη» σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, θα συνεργαστεί αποκλειστικά με τον ηθοποιό και πλέον σύζυγό της Κώστα Καζάκο.

Πολιτική

Η πολιτικοποίηση της Τζένης Καρέζη φαίνεται να ξεκινάει, έστω και ακόμα χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, από την θεατρική παράσταση «Βίβα Ασπασία» (1966) του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Παρά την αρχική κοσμοπλημμύρα των θεατών, οι οποίοι αποθέωναν τους συντελεστές, ξεκίνησε μια συντονισμένη επίθεση από κριτικούς της εποχής, χαρακτηρίζοντας το έργο ως «επαίσχυντη ύβρις προς την Εθνική Αντίσταση!». Το κοινό διαβάζοντας τις κριτικές τρόμαξε, φοβούμενο ότι στηρίζει ένα «εθνικό αμάρτημα». Οι επιστολές συμπαράστασης από προοδευτικούς πολιτικούς, συγγραφείς και καλλιτέχνες δεν στάθηκαν ικανές να ανατρέψουν την δυσφήμηση του έργου. Η «Βίβα Ασπασία» κατέβηκε άρον-άρον. Η Καρέζη συνειδητοποίησε για πρώτη φορά, ότι το θέατρο και η πολιτική δεν είναι χώροι άσχετοι μεταξύ τους

Στη συνέχεια, λόγω των ιστορικών πολιτικών γεγονότων και κυρίως μετά τον γάμο της με τον Κώστα Καζάκο, η Τζένη Καρέζη απέκτησε έντονη πολιτική συνείδηση, με δράση και συμμετοχή στα κοινά. Ήταν στρατευμένη στο κομμουνιστικό κίνημα, συμμετέχοντας σε πολλές πορείες ειρήνης. Στα χρόνια της Χούντας συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα. Το 1973 ανέβασε μαζί με τον σύζυγό της Κώστα Καζάκο το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο». Ήταν μια επιθυμία του ζευγαριού να μιλήσει με κάποιο τρόπο ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς, που είχε επιβληθεί στην Ελλάδα.

Το θεατρικό μπόρεσε να περάσει από την επιτροπή λογοκρισίας, έχοντας δοθεί στους υπεύθυνους με μπερδεμένες τις σκηνές του έργου, ώστε να μην βγαίνει κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Η επιτροπή λογοκρισίας έδωσε την έγκριση και το έργο έκανε πρεμιέρα στις 22 Ιουνίου 1973 στο Θέατρο Αθήναιον απέναντι από το Πολυτεχνείο. Η μεγάλη προσέλευση θεατών και φοιτητών προκάλεσε το ενδιαφέρον των αστυνομικών αρχών. Έτσι διαπίστωσαν ότι ενέκριναν στην πραγματικότητα ένα αντικαθεστωτικό έργο. Σύντομα οι Καρέζη, Καζάκος, Καμπανέλλης και άλλοι συντελεστές καλούνταν όλο και συχνότερα από τους ανακριτές ώστε να δώσουν εξηγήσεις. Με τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και την υιοθέτηση των συνθημάτων της παράστασης από τους φοιτητές («Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία», «Φωνή Λαού – Οργή Θεού») η Καρέζη συνελήφθη και οδηγήθηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ Νέας Φιλαδελφείας, όπου και κρατήθηκε στην απομόνωση από τις 22 Νοεμβρίου ως τις 15 Δεκεμβρίου 1973.

Αμέσως μετά την πτώση της Χούντας η Καρέζη συμμετείχε στη μεγάλη εκδήλωση συμπαράστασης για την Κύπρο στο Παναθηναϊκό Στάδιο (24 Σεπτεμβρίου 1974). Επίσης συμμετείχε στην Δημοκρατική Αντιμοναρχική Ένωση κατά την περίοδο του δημοψηφίσματος για το πολίτευμα. Λόγω της πολιτικής της δράσης ήταν αποκλεισμένη από την ΥΕΝΕΔ, όπως το 1975 που κόπηκε η ταινία «Δεσποινίς Διευθυντής» (Φεβρουάριος 1975).

Προσωπική ζωή και ο θάνατος

Ο πρώτος της γάμος ήταν με τον δημοσιογράφο Ζάχο Χατζηφωτίου (1962-1964). Ο γάμος τους έγινε στις 7 Μαΐου 1962 στην Κρύπτη Αγίας Φιλοθέης με κουμπάρα την Μάγια Καλλιγά, ενώ το γαμήλιο πάρτι δόθηκε στο ξενοδοχείο Auberge στη Βαρυμπόμπη. Η Καρέζη φορούσε νυφικό δημιουργίας του Έλληνα σχεδιαστή Ντίμη Κρίτσα, με τον οποίο διατηρούσε φιλική και επαγγελματική σχέση. Το ταξίδι του μέλιτος έγινε στο Παρίσι.

Ο γάμος τους δεν είχε διάρκεια, καθώς όπως υποστήριξε ο Χατζηφωτίου είχαν μεγάλη διαφορά στον τρόπο ζωής τους. Από τη μία τα συχνά επαγγελματικά ταξίδια του Χατζηφωτίου και από την άλλη οι επαγγελματικές υποχρεώσεις της Καρέζη δημιούργησαν απόσταση στο ζευγάρι, που οδήγησε στο διαζύγιο.

Το 1966 κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Κοντσέρτο για πολυβόλα» του Ντίνου Δημόπουλου, παραγωγής Φίνος Φιλμ γνώρισε και ερωτεύτηκε τον συμπρωταγωνιστή της Κώστα Καζάκο. Η σχέση επισημοποιήθηκε στις 5 Αυγούστου 1968, με το γάμο τους να τελείται παρουσία λίγων και αγαπημένων ανθρώπων τους. Η ζωή της άλλαξε και άνοιγε μπροστά της ένα νέο κεφάλαιο, που την έκανε να νιώθει σύμφωνα και με δικές της δηλώσεις ολοκληρωμένη. Τον επόμενο χρόνο (25 Απριλίου 1969) η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος απέκτησαν ένα γιο, τον Κωνσταντίνο Καζάκο, που μετέπειτα ακολούθησε επίσης την υποκριτική. Η Καρέζη και ο Καζάκος παρέμειναν μαζί ως τον πρόωρο θάνατο της το 1992.

  • Την περίοδο 1988-1989 η Καρέζη έπαιζε στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ.
  • Τον Μάρτιο του 1989 η παράσταση διακόπηκε και η Καρέζη ταξίδεψε για εξετάσεις στο Λονδίνο. Εκεί της διαγνώστηκε γυναικολογικός καρκίνος. Η Καρέζη όμως έδωσε ακόμα μια παράσταση, το «Διαμάντια και Μπλουζ» την περίοδο 1990-1991. Έκτοτε η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε αρκετά, ενώ τις τελευταίες μέρες της ζωής της η υγεία της χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο.
  • Απεβίωσε στις 26 Ιουλίου 1992 τρία λεπτά πριν τα μεσάνυχτα προς 27 Ιουλίουμετά από τριετή μάχη με τον καρκίνο. Η σορός της τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών. Στις 29 Ιουλίου έγινε η κηδεία στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αθηνών και η ταφή της πραγματοποιήθηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου. Λίγους μήνες πριν το θάνατό της είχε συγγράψει την αυτοβιογραφία της, που εκδόθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατό της υπό τον τίτλο «Τετράδια Ζωής».

Τον Σεπτέμβριο του 1992 ιδρύθηκε η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρία «Ίδρυμα Τζένη Καρέζη», στόχος της οποίας είναι η ανακουφιστική φροντίδα για καρκινοπαθείς και ασθενείς με άλλες χρόνιες νόσους. Ιδρυτικά μέλη της ήταν μεταξύ άλλων ο Κώστας Καζάκος, η Μελίνα Μερκούρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Νίκος Κούρκουλος, η Νόνικα Γαληνέα και ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος.

Τζένη Καρέζη σχετικές ειδήσεις: